Βιολογικοί και βιοχημικοί πόλεμοι στον αρχαίο κόσμο








Είναι ευρέως γνωστό και αποδεκτό, άλλωστε, ότι οι μύθοι συνήθως περιστρέφονται γύρω από έναν πυρήνα ιστορικών γεγονότων και αντανακλούν την ιστορία, αλλά και τις συνήθειες των ανθρώπων, οι οποίοι ζουν σε έναν τόπο σε μία συγκεκριμένη εποχή.
Το ότι στον αρχαίο κόσμο η χρήση βιολογικών παραγόντων δεν ήταν άγνωστη, φαίνεται ακόμη και από τις μυθολογικές αναφορές στο θέμα αυτό. O Ηρακλής είναι ο πρώτος ήρωας της Ελληνικής μυθολογίας που δημιούργησε το πρώτο βιολογικό αλλά και το πρώτο βιοχημικό όπλο. 

Χρησιμοποιώντας βέλη εμποτισμένα με ρετσίνι, στα οποία κατόπιν έβαλε φωτιά, ο Ηρακλής δημιούργησε το πρώτο καταγεγραμμένο βιοχημικό όπλο, καθώς συνδύαζε τη χρήση βιολογικού (ρετσίνι) και χημικού (χρήση καύσης) παράγοντα. 


Ιστορικά η λέξη τοξικότητα έχει προέλθει από την αρχαία Ελληνική μυθολογία, από τους άθλους του Ηρακλή ο οποίος μετά την εξολόθρευση της Λερναίας Ύδρας εμβάπτισε τα βέλη του στο δηλητηριώδες αίμα του τέρατος καθιστώντας τα δηλητηριώδη και θανατηφόρα επειδή λοιπόν ο θάνατος αυτός προερχόταν από τα βέλη του τόξου– τοξικός – θανατηφόρος. Επομένως, ο δεύτερος άθλος του Ηρακλή ίσως να αποτελεί την πρώτη αναφορά σε χημικά και βιολογικά όπλα που συναντάμε. 

O Διοσκουρίδης ήταν ο πρώτος που αναφέρθηκε στη γλωσσολογική και ετυμολογική προέλευση της λέξεως «τοξικόν» από τη λέξη «τόξον». H λέξη τοξικόν της αρχαίας Ελληνικής, η οποία, στη νέα ελληνική αντιστοιχεί στη λέξη δηλητήριο, προέρχεται, σύμφωνα με το Διοσκουρίδη, από τη λέξη τόξον. Αντιστοίχως, εντύπωση προκαλεί και το ότι και στη Λατινική γλώσσα η λέξη «δηλητήριο» αντιστοιχεί στη λέξη toxica, η οποία φέρεται να προέρχεται από τη λέξη taxus (δηλαδή, ξύλο από ήμερο έλατο). 

Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν οι μόνοι. Υπάρχουν στοιχεία τα οποία υποδεικνύουν τη χρήση βιολογικών μέσων στις μάχες σε όλον τον αρχαίο κόσμο, από την Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ως την Ανατολική Ασία. Μεταξύ των ιστορικών θυμάτων και δραστών συγκαταλέγονται κατακτητές του επιπέδου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Ιουλίου Καίσαρα και του Αννίβα. 

Τον 5ο π.X. αιώνα Έλληνες ιστορικοί αναφέρουν πολυάριθμες περιπτώσεις μαχών όπου έχουν χρησιμοποιηθεί δηλητήρια. Τα δηλητηριώδη βέλη ίσως να έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον Τρωικό Πόλεμο. Ο Όμηρος δεν αναφέρεται ξεκάθαρα σε αυτά, όμως ο Φιλοκτήτης είχε τη φαρέτρα του Ηρακλή, ενώ ο ποιητής μιλάει συχνά για το μαύρο αίμα που έτρεχε από τις πληγές και για τις βδέλλες που έβαζαν να το απορροφήσουν, Αξίζει, βέβαια, να σημειωθεί ότι για τους αρχαίους στρατιωτικούς γιατρούς, τραύματα που ανάβλυζαν μαύρο αίμα αντιστοιχούσαν σε μόλυνση που πιθανώς να είχε προέλθει και από την επάλειψη δηλητηρίου στα βέλη ή άλλα όπλα που προκάλεσαν το τραύμα, πιθανών δείγματα δηλητηρίασης από δηλητήριο φιδιού. 


Στα Ομηρικά Έπη μπορούμε να ανιχνεύσουμε και άλλα παραδείγματα όπου γίνεται φανερό πως η χρήση βιολογικών παραγόντων ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες. Από τους μνηστήρες αναφέρεται ότι ίσως ο νεαρός Τηλέμαχος να επιχειρούσε να φτάσει στην Eφύρα, στη βορειοδυτική Ελλάδα, για να βρει το δηλητηριώδες φυτό που ευδοκιμεί εκεί, ώστε να το ρίξει στο κρασί τους και να τους δηλητηριάσει. O Όμηρος μας λέει ότι ήταν ο Οδυσσέας αυτός που τελικά πήγε στην Eφύρα σε αναζήτηση του θανατηφόρου φυτού για να το αλείψει στις χάλκινες αιχμές των βελών του. 

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι και ο ίδιος ο Οδυσσέας πέθανε από το δηλητηριασμένο δόρυ του Τηλέγονου, του γιου που είχε αποκτήσει με την Κίρκη, το οποίο είχε μία αιχμή, που αποτελείτο από τη σπονδυλική στήλη ενός σαλαχιού, η οποία, όπως είναι γνωστό και στους σύγχρονους επιστήμονες της υδροβιολογίας, περιέχει ισχυρό δηλητήριο. Σύμφωνα πάντα με την Ελληνική μυθολογία, η θεά Άρτεμις, η οποία χρησιμοποιούσε το τόξο ως βασικό όπλο της, εκτόξευε δηλητηριασμένα βέλη τα οποία είχαν επαλειφθεί με ίταμο. 



H αρχαιότερη καταγεγραμμένη σε γραπτές πηγές περίπτωση αναφέρεται από τον Θέσσαλο (5ος π.X. αιώνας) και τον Παυσανία (2ος μ.X. αιώνας) και αφορά την πολιορκία της Κίρρας, στον A´ Ιερό Πόλεμο (595 – 585 π.X.). Οι πολιορκητές δηλητηρίασαν τα πηγάδια της πόλης με λευκό ελλέβορο, εξαιρετικά δραστικό δηλητήριο το οποίο εξολόθρευσε ολοσχερώς τον πληθυσμό της Κίρρας. H αφήγηση αυτού του περιστατικού εθεωρείτο παλαιότερα ότι ανήκε στη σφαίρα του μύθου. 

Ο περιορισμός του εχθρού σε μια περιοχή μολυσμένη με ελονοσία αποτελούσε επίσης όπλο. Θεωρείται ότι μια τέτοια μέθοδος ακολουθήθηκε κατά την πολιορκία των Συρακουσών το 413 π.X., όταν ο στρατός των Αθηναίων αποδεκατίστηκε από την ασθένεια, όπως αναφέρουν ο Θουκυδίδης, ο Διόδωρος και ο Πλούταρχος. Επίσης, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι Σπαρτιάτες χρησιμοποίησαν δηλητηριώδη αέρια και μια μηχανή η οποία πετούσε φλόγες εναντίον των Πλαταιών. 

Περίπου το 300 π.X., για παράδειγμα, το εγχειρίδιο τοξικολογίας που συνέταξε ο Νίκανδρος, ένας ιερέας του Απόλλωνα στο ναό της Κλάρου στη Μικρά Aσία, είχε καταχωρισμένα είκοσι είδη οχιάς και κόμπρας, γνωστά στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο. Eπιπλέον, τα ιατρικά συμπτώματα των δαγκωμάτων από φίδια και των τραυμάτων από βέλη μολυσμένα με δηλητήριο περιγράφονται με ακρίβεια στις αρχαίες αναφορές. Aρχικά η περιοχή γύρω από το τραύμα νεκρώνει και μετά αρχίζει να τρέχει σκούρο μπλε ή μαύρο πηκτό πυώδες αίμα. 

Στον βιολογικό πόλεμο, ένα από τα αρχαιότερα όπλα ήταν τα έντομα. Σφηκοφωλιές και κυψέλες εκτοξεύονταν, με τη βοήθεια του καταπέλτη, σαν βιολογικές βόμβες εναντίον των εχθρών από τους αρχαίους Έλληνες. 

Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, οι αρχαίοι Έλληνες αναγνώριζαν ότι η χρήση τέτοιων όπλων επέσυρε κάποιου είδους τιμωρία. Ο Ηρακλής πολλές φορές έφερνε την καταστροφή εκείνων τους οποίους ήθελε να προστατεύσει, σε μια παραλλαγή, των «φίλιων πυρών», αλλά και σε μια ένδειξη θείας δίκης. 

Αναζητώντας βότανα για τη δηλητηρίαση των βελών τους, οι αρχαίοι είχαν εντοπίσει αρκετά επικίνδυνα φυτά που χρησιμοποιούνταν για ιατρικούς λόγους και ήταν δυνατό, επίσης, να αξιοποιηθούν στη δημιουργία τοξικών όπλων. Όπως και στη σύγχρονη φαρμακολογία, το ποσοστό της δόσης ήταν αυτό που καθόριζε αν το αποτέλεσμα θα είναι θεραπευτικό ή θανατηφόρο. Σε πολύ μικρή ποσότητα πολλές φυτικές τοξίνες είναι ευεργετικές, ενώ σε μεγαλύτερες ποσότητες είναι θανατηφόρες – αν και πολλά δηλητήρια, όπως αυτό του ακόνιτου, σκοτώνουν ακόμη και σε ελάχιστες δόσεις. 


Πέρα από τη χρήση δηλητηριωδών βελών, άλλη μία διαδεδομένη μέθοδος βιολογικού πολέμου, η οποία χρησιμοποιείτο στην αρχαία εποχή, ήταν η δηλητηρίαση των αποθεμάτων πόσιμου νερού και τροφίμων, μία πρακτική η οποία εφαρμοζόταν κατά κύριο λόγο στις πολιορκίες πόλεων. Tο αρχαιότερο καταγεγραμμένο γεγονός δηλητηρίασης πόσιμου νερού συνέβη στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, περίπου το 590 μ.X., πολλές Ελληνικές πόλεις – κράτη σχημάτισαν μία Αμφικτυονία με σκοπό να προστατεύσουν το φημισμένο μαντείο των Δελφών. 

Kατά τον Πρώτο Iερό Πόλεμο, η συμμαχία επιτέθηκε κατά της ισχυρά οχυρωμένης πόλης της Kίρρας, που ήλεγχε το δρόμο από τον Kορινθιακό κόλπο έως τους Δελφούς. H Kίρρα είχε οικειοποιηθεί μερικά από τα εδάφη του μαντείου και είχε κακομεταχειριστεί προσκυνητές που όδευαν προς τους Δελφούς. Σε ό,τι αφορά την κατάληξη της πολιορκίας της Kίρρας, υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές σχετικά με το ποιος ήταν αυτός ο οποίος συνέλαβε και εκτέλεσε το στρατήγημα, το οποίο έκαμψε την αντίσταση των κατοίκων της Kίρρας. 

Πάντως όλες οι αναφορές συμφωνούν ως προς το ότι, αφού διακόπηκε η παροχή νερού προς την πόλη, οι επικεφαλής των αμφικτιονικών πόλεων μόλυναν το νερό με ελλέβορο, το οποίο στην αρχαία εποχή ήταν γνωστό ως ισχυρό καθαρτικό. Kατόπιν επανέφεραν την παροχή νερού στην πόλη. Tο δηλητηριώδες φυτό αποδυνάμωσε τόσο πολύ τους κατοίκους, λόγω των συμπτωμάτων διάρροιας, ώστε αδυνατούσαν να προβάλλουν σοβαρή αντίσταση και στη συνέχεια εξολοθρεύτηκαν. 

Σύμφωνα με τον Φροντίνο, ειδικό στα στρατηγήματα που έγραψε τον 1ο αιώνα μ.X., ο Kλεισθένης, ο τύραννος της Σικυώνος και επικεφαλής της πολιορκίας, ήταν αυτός που εφάρμοσε το στρατήγημα. Στην αναφορά του Πολύαινου (2ος αιώνας μ.X.) επισημαίνεται ότι οι πολιορκητές ανακάλυψαν έναν κρυμμένο αγωγό που μετέφερε μεγάλη ποσότητα νερού μέσα στην πόλη. Σύμφωνα με τον Πολύαινο, ο στρατηγός Eυρύλοχος συμβούλευσε τους συμμάχους να συλλέξουν μεγάλες ποσότητες ελλέβορου από την Aντίκυρα, ένα λιμάνι ανατολικά της Kίρρας, και να τις αναμείξουν με νερό. 

O Παυσανίας απέδωσε το μοιραίο σχέδιο στο Σόλωνα. Σε αυτήν την αναφορά, ο Σόλων εξέτρεψε τη ροή του ποταμού Πλείστου ώστε να μην περνάει μέσα από την πόλη της Kίρρας. Oμως, οι κάτοικοι της Kίρρας άντεξαν, αντλώντας νερό από πηγάδια και συλλέγοντας βρόχινο νερό. Aκολούθως, ο Σόλωνας έριξε μεγάλη ποσότητα από ρίζες ελλέβορου μέσα στον ποταμό Πλείστο. Oταν έκρινε ότι το νερό ήταν αρκετά δηλητηριασμένο, άλλαξε πάλι τη ροή του ποταμού ώστε να περνά μέσα από την πόλη. Oι διψασμένοι κάτοικοι της Kίρρας ήπιαν αχόρταγα από το μολυσμένο νερό και, φυσικά, ασθένησαν βαριά. 

O τέταρτος άνθρωπος στον οποίο αποδίδεται το σχέδιο δηλητηρίασης της Kίρρας, ήταν ένας γιατρός ονόματι Nεβρός, ένας από τους Aσκληπιάδες, οπαδός του θρυλικού θεραπευτή Aσκληπιού, γιου του Aπόλλωνα. Σύμφωνα με αρχαίες ιατρικές πηγές, ο Nεβρός ήταν πρόγονος του μεγάλου γιατρού Iπποκράτη. H αναφορά που εμπλέκει το Nεβρό είναι η αρχαιότερη που γνωρίζουμε, γραμμένη μόνο έναν αιώνα μετά την καταστροφή της Kίρρας και κατά τη διάρκεια της ζωής του Iπποκράτη. Προέρχεται από τον ιατρικό συγγραφέα Θεσσαλό, που αναφέρεται ως γιος του Iπποκράτη. 

O Θεσσαλός επισκέφθηκε την Aθήνα στα τέλη του 5ου αιώνα π.X., ως πρεσβευτής από την Kω, όπου είναι η έδρα της Ιπποκράτειας ιατρικής. Eγραψε ότι, αφού η οπλή ενός αλόγου είχε σπάσει το μυστικό αγωγό που μετέφερε νερό στην Kίρρα κατά τη διάρκεια μία πολιορκίας, ο Nεβρός βοήθησε τους πολιορκητές ρίχνοντας στο νερό μία φαρμακευτική ουσία που επέφερε εντερικές ασθένειες στους κατοίκους της Kίρρας και επιτρέποντας στους συμμάχους να καταλάβουν την πόλη. 

Aκόμη, μία από τις γνωστές περιπτώσεις, όπου τα αποθέματα νερού πολιορκούμενης πόλης μολύνθηκαν με σκοπό την κάμψη της αντίστασης του αντιπάλου, ήταν ο λοιμός της Aθήνας, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου. Oπως μας παραδίδει ο Θουκυδίδης, οι Σπαρτιάτες κατηγορήθηκαν ότι ήταν αυτοί που δηλητηρίασαν τα πηγάδια του Πειραιά, πιθανότατα με τη ρίψη πτωμάτων ή νεκρών ζώων. O Θουκυδίδης περιγράφει με λεπτομέρειες την ασθένεια αυτή που υπήρξε για τους Aθηναίους ένας «εχθρός» πολύ πιο φοβερός από τον πελοποννησιακό στρατό. 

H περιγραφή όμως του Θουκυδίδη, αν και αναλυτική, δεν επαρκεί για τον ακριβή προσδιορισμό της φύσεως της επιδημίας. Άλλοι τη χαρακτήρισαν πανώλη των πνευμόνων, άλλοι συνδυασμό εξανθηματικού τύφου και ευλογιάς και άλλοι απλό τύφο. Επιπλέον, άλλη μία μαρτυρία για τη δηλητηρίαση του πόσιμου νερού προέρχεται από τους Καρχηδονιακούς πολέμους (264 – 146 π.X.). Oι Pωμαίοι είχαν κατηγορηθεί ότι μόλυναν πηγάδια της Kαρχηδόνας με νεκρά ζώα, προκειμένου να κάμψουν την αντίσταση των Kαρχηδόνιων. 




Οι πρόγονοι μας, ήταν ιδιαίτερα πρωτοπόροι και στον τομέα των βιοχημικών όπλων. Παρά το γεγονός ότι ανδρεία μάχη για τους αρχαίους Έλληνες ήταν μόνο αυτή που γινόταν σώμα με σώμα, οι περιπτώσεις χρήσης βιοχημικών όπλων που αναφέρονται σε ιστορικά κείμενα είναι πολλές. Τα δηλητηριασμένα βέλη ήταν μια τεχνική γνωστή και προσφιλής στην αρχαία Ελλάδα, με αναφορές σε αυτήν να βρίσκουμε τόσο σε ιστορικές πηγές από τον 5ο πΧ αιώνα, όσο και στην μυθολογία. 

Οι πρόγονοι μας, ήταν ιδιαίτερα πρωτοπόροι και στον τομέα των βιοχημικών όπλων. Παρά το γεγονός ότι ανδρεία μάχη για τους αρχαίους Έλληνες ήταν μόνο αυτή που γινόταν σώμα με σώμα, οι περιπτώσεις χρήσης βιοχημικών όπλων που αναφέρονται σε ιστορικά κείμενα είναι πολλές. Τα δηλητηριασμένα βέλη ήταν μια τεχνική γνωστή και προσφιλής στην αρχαία Ελλάδα, με αναφορές σε αυτήν να βρίσκουμε τόσο σε ιστορικές πηγές από τον 5ο πΧ αιώνα, όσο και στην μυθολογία. 

Τα βιολογικά και χημικά όπλα όμως σε καμία περίπτωση δεν αποτέλεσαν Ελληνική πατέντα. Και στον υπόλοιπο αρχαίο κόσμο οι αναφορές για την χρήση τους είναι πολλές. 

Το ηθικό μέρος της χρήσης βιολογικών παραγόντων στον πόλεμο ήταν ένα ζήτημα που απασχόλησε τόσο έντονα τους φιλοσόφους, στρατηγούς και πολιτικούς της αρχαίας εποχής όσο απασχολεί και σήμερα τους στρατιωτικούς ειδικούς και μελετητές, κάτι που αποδεικνύει ότι τα ηθικά ερωτήματα σχετικά με τα βιολογικά όπλα δεν είναι αποκλειστικά σύγχρονο φαινόμενο. Tο ηθικό δίλημμα για τη χρήση βιολογικών όπλων παρουσιάστηκε προφανώς ως αντίδραση στις πρακτικές εφαρμογές και στα τρομακτικά αποτελέσματα που επέφεραν τα όπλα αυτά. 

Δεν παίζει κανένα ρόλο εάν το όπλο που χρησιμοποιείται είναι ένα μεταλλαγμένο βακτήριο ή ιός, καλλιεργημένο σε υπερσύγχρονα εργαστήρια ή εάν πρόκειται για την κομμένη και αποξηραμένη ρίζα μανδραγόρα ή το δηλητήριο ενός φιδιού. Tο κίνητρο παραμένει πάντα το ίδιο: η απόκτηση του πλεονεκτήματος κατά του αντιπάλου, το οποίο θα εξασφαλίσει την τελική επικράτηση, ανεξάρτητα από τις συνέπειες που θα έχει η χρήση των όπλων αυτών. 

Όπως και στη σύγχρονη εποχή, έτσι και στην αρχαιότητα, αυτό που έπαιζε μεγαλύτερο ρόλο ήταν η επικράτηση, η νίκη, ανεξάρτητα από τον τρόπο με τον οποίο αυτή θα έρθει. H φύση μπορούσε να προσφέρει τα μέσα αυτά που θα οδηγούσαν στην πολυπόθητη νίκη. 

πηγές: