Άγνωστα νεκροταφεία βρυκολάκων σε ερημονήσια της Ελλάδας



Ορολογικά οι βρυκόλακες είναι νεκροζώντανοι που σηκώνονται από τους τάφους τους τη νύχτα για να πιουν το αίμα των ζωντανών. Στον τομέα της βαμπιρολογίας, ελάχιστες κουλτούρες στον κόσμο διαθέτουν τόσο πλούσιες και διατηρητέες, μέχρι και σήμερα, παραδόσεις και μύθους όσο οι Έλληνες.
Το ότι πίστευαν στην ύπαρξη υπερφυσικών όντων που έπιναν αίμα και επιτίθονταν στους ανθρώπους, ο φόβος πως κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες το σώμα ζωντάνευε, και το ότι το αίμα πρόσφερε δύναμη ικανή να επιτρέψει στους πεθαμένους να περάσουν την διαχωριστική γραμμή που τους χώριζε από τους ζωντανούς, είναι αποδείξεις ότι οι δοξασίες αυτές είναι σαφώς επηρεασμένες και από την αρχαία ελληνική μυθολογία. Η Ελλάδα λοιπόν είναι από τις γενέτειρες των δοξασιών και μύθων μαζί με την Ρουμανία, την Ουγγαρία, την Γερμανία, την Σερβία, τη Ρωσία κ.α. Στα νησιά του Αιγαίου λέγεται ότι έμεναν βρυκόλακες κάθε είδους, Η Ελληνική παράδοση είναι γεμάτη με παρόμοιες ιστορίες από μικρά και συνήθως έρημα νησάκια που «φιλοξενούσαν» βρυκόλακες. Τα πιο γνωστά είναι τα παρακάτω:


Νησάκι Μπαου – Απέναντι από το λιμάνι της Μυκόνου
Νησίδα Εκάτη – Δήλος
Υφαλος Παναγιά η Νησιώτισσα ή Θεανώ – Βόρεια Εύβοια
Νησίδα Καμένη – Σαντορίνη
Νησί Τάφος – Κεφαλονια
Βραχονησίδα Νεκροθήκες και νησίδα Πλατύ – Ψέριμος
Βρυκολακονησια – Βόρεια Σκύρος
Βραχονησίδα Καλαθάς – Χανιά
Δαιμονονησια – Βόρειες Σποράδες
Βραχονησίδα Γονι – Οινουσες
Νησίδα Βενετικό – Χίος

Ο George Horton έγινε Αμερικανός πρόξενος στην Αθήνα το 1893, όπου προώθησε ενεργά την αναγέννηση των Ολυμπιακών Αγώνων και ενέπνευσε τη συμμετοχή της Αμερικάνικης ομάδας. Ταξίδεψε πολλές φορές, σ' ολόκληρη την –τότε– μικρή Ελλάδα και μελέτησε με πάθος τα νέα ελληνικά. Σε μικρό, μάλιστα, χρονικό διάστημα μαθαίνει, όχι μόνο να μιλά, αλλά και να γράφει. Το 1911, παράλληλα με το συγγραφικό του έργο, γίνεται Γενικός Προξένος των Η.Π.Α. στη Σμύρνη. Ασχολήθηκε με τα ήθη και έθιμα του Ελληνικού λαού αλλά αυτό που τον εντυπωσίασε περισσότερο ήταν οι απόκρυφες ιστορίες από τα νησιά της Μεσογείου.  Στο βιβλίο Νησιά της Ελλάδας - Σπίτι των Νυμφών και των Βρυκολάκων, ο Horton καταγράφει την ιστορία ενός «βρυκόλακα», ο οποίος, όταν ήταν άνθρωπος, έφθασε σε ένα προχωρημένο στάδιο της ηλικίας του και πέθανε.






Μετά από κάμποσο καιρό βγήκε από τον τάφο του, περιπλανήθηκε τη νύχτα για δύο εβδομάδες και στο τέλος έφυγε από το νησί που τον είχαν θάψει. Στον νέο του τόπο, ξαναπαντρεύτηκε και απέκτησε παιδιά. Κάθε βδομάδα, από την νύχτα της Παρασκευής μέχρι την Κυριακή, επέστρεφε στο πρώτο του νησί. Η νέα του σύζυγος, άρχισε να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, όχι μόνο λόγω των απουσιών του Σαββατοκύριακου, αλλά και επειδή διαπίστωσε ότι του άρεσε, ολοένα και πιο έντονα, το άψητο κρέας των ζώων αντί των κανονικών μαγειρευμένων γευμάτων. Στη διήγηση, γίνεται παράλληλα, κάποιος λόγος και για τα περίεργα χαρακτηριστικά των παιδιών του όπου ο κόσμος άρχιζε να τα κοιτά με καχυποψία. Τα πάντα, όμως, αποκαλύφθηκαν από τον αδερφό του βρυκόλακα, ο οποίος τυχαία επισκέφτηκε το γειτονικό νησί, τον είδε, τον αναγνώρισε και σοκαρίστηκε αφού, φυσικά, ήξερε ότι ο αδελφός του είχε πεθάνει προ πολλού. 

ΒΩΛΑΞ ΤΗΝΟΥ

 Σ' αυτή την ιστορία, όπως και σε άλλες αντίστοιχες με νεκροζώντανους στα νησιά των Κυκλάδων, δεν υπάρχει κάποιο ανθρώπινο θύμα όπως έχουμε συνηθίσει στα διάφορα διηγήματα ή στις κινηματογραφικές ταινίες. Στην παραπάνω ιστορία, πρέπει να πούμε ότι μετά την αποκάλυψη του αδελφού του, τέθηκε ο ίδιος ως στόχος από τους συγχωριανούς του που τον κατέστρεψαν βάζοντάς του φωτιά. Οι βρυκόλακες της Τήνου έχουν τη μορφή του νεκρού, με σχετικά υπόλευκο δέρμα, κάτι «σαν φαντάσματα» δηλαδή, αλλά με μακριά γένια, μακριά μαλλιά και μακριά γαμψά νύχια , ενώ, δεν εμφανίζονται ποτέ την Παρασκευή. Στις διάφορες λαϊκές αφηγήσεις για τους νεκροζώντανους της Βωλάξ της Τήνου, αυτοί εμφανίζονται ως «κανονικοί» άνθρωποι που έχουν αφεθεί, αλλά δύσκολα καταλαβαίνεις ότι κρύβουν κάτι άλλο ξεκάθαρα εξώκοσμο. Δεν κάνουν επί της ουσίας κάτι κακό, αλλά πρέπει να καταστραφούν –συνήθως με φωτιά– γιατί παραβαίνουν τον φυσικό νόμο του Θεού και όλο το χωριό βρίσκεται σε «εν δυνάμη κίνδυνο». Η απήχηση αυτών των λαϊκών δεισιδαιμονιών, για τους νεκρούς που δεν-είχαν-ακριβώς-πεθάνει και που έπρεπε να καούν για να σωθεί το χωριό, εμφανίστηκαν μετά την επιδημία που αφάνησε αρκετούς τα χρόνια εκείνα. Ειδικά μέσα στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, ο τρόμος της πανώλης δεν έλειψε ποτέ από το Αιγαίο και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές, με τις οποίες η Τήνος είχε επικοινωνία. Στην απογραφή του χωριού, του 1861, είχαμε 134 εγγραφές, και στην αμέσως επόμενη, μετά από 15 χρόνια, μόλις 83... Δηλαδή ένας στους τρεις είχε χαθεί... (για περισσότερα δείτε την ιστορία του Αγ. Μάρκου) 


Ένας παλιός μύθος αναφέρεται σε ένα φαινομενικά τυχαίο γεγονός μιας ανατίναξης για την απόφραξη ενός λαγκαδιού σε κάποιο ήσυχο χωριό της Τήνου, που απελευθερώνεται το πνεύμα κάποιου παλιού κάτοικου που έμεινε εγκλωβισμένο για παραπάνω από ενάμιση αιώνα, σε ένα βράχο κοντά στις πηγές. Η τοποθεσία είναι κοντά σε ένα παλαιό οικισμό (χωριό) ο οποίος δεν υπάρχει πια εξαιτίας της πανούκλας. Αυτό το χωριό που βρισκόταν μεταξύ του Κρόκου και της Περάστρας, μέσα στο λαγκάδι, λεγόταν Λάζαρος. Παλαιά, πολλά λέγονταν για αυτό το πέρασμα από το οποίο περνούσε όλος ο κόσμος που ήθελε να πάει και να έρθει στην Χώρα. 
: «Κανένας δεν μπόρεσε ποτέ να πει με βεβαιότητα πώς άρχισε. Ορισμένοι ξένοι ταξιδευτές, δημοσιεύοντας πολύ αργότερα τις εντυπώσεις τους από τα νησιά του Αιγαίου, υποστήριξαν ότι σχετιζόταν με τον δυνατό σεισμό που ταρακούνησε για δευτερόλεπτα όλες τις Κυκλάδες. Οι αρουραίοι εμφανίστηκαν τη νύχτα, πρώτα χωριστά, σε μικρές ομάδες, ύστερα μαζικά και πανικόβλητοι, θαρρείς κυνηγημένοι από κάτι. 


Απλώθηκαν στα χωράφια ρημάζοντας τους καρπούς, όρμησαν στις αποθήκες όπου οι κάτοικοι του Λάζαρου φύλαγαν το καλαμπόκι, το λάδι και το λίπος από τα χοιροσφάγια, γλίστρησαν στους στάβλους και δάγκωσαν μικρά και μεγάλα ζώα, έπειτα τρύπωσαν στα σπίτια ροκανίζοντας κάθε τροφή μέσα στις καλαμένιες κλούβες » Η πανούκλα απλώθηκε και τίποτα –ούτε μακρόσυρτες παρακλήσεις στον καθεδρικό της Παναγίας στην αντιπέρα, τη δυτική όχθη της ρεματιάς– δεν έδειχνε ικανό να τη σταματήσει. Ο θρήνος διαπέρασε τους τοίχους των σπιτιών που χτύπησε η κατάρα, σκορπίστηκε σπαραχτικός από τα μονοπάτια ίσαμε το Λειβάδι και από κει αντιλάλησε στα πιο μακρινά χωράφια. Όσοι μπόρεσαν να σταθούν στα πόδια τους έτρεχαν εδώ κι εκεί, στα δωμάτια, στους στάβλους, στους περιστεριώνες, απομακρύνοντας τους πεθαμένους από τα νεκροκρέβατα και αδειάζοντας τα ψόφια ζώα στα γκρεμνά του λαγκαδιού.  Οι πρώτοι νεκροί είχαν την πολυτέλεια μιας ατομικής νεκρώσιμης ακολουθίας. Οι άλλοι άρχισαν να ενταφιάζονται, στην αρχή με την επιβαλλόμενη κοσμική αξιοπρέπεια και ύστερα να ρίχνονται όπως όπως στο χωνευτήρι πίσω από την εκκλησία της Παναγίας. Για όσους περίσσευαν δόθηκε εντολή να στοιβαχτούν σε λάκο με ασβέστη. [...] Πριν ακόμα τελειώσει το έργο της μακάβριας ομαδικής ταφής, η στέρνα είχε ξεχειλίσει από άκαμπτα σώματα παστωμένα με ασβέστη».



Στο νότιο Αιγαίο, ο λαός πίστευε ότι για κάποιους νεκρούς ότι «καμιά φορά, σε βαθειά νύχτα, ακούονταν ακόμη που βοκάει το αίμα ζητώντας εγδίκηση και δικαιοσύν'». Αυτούς, είτε τους έκαιγαν «να λυτρωθούν», είτε τους ξαναέθαβαν μακριά από το χωριό, σε κάποια ξερονήσια. Γι αυτό και υπήρχε μια έμφυτη απέχθεια γι' αυτά τα νησιά: «Γινόντουσαν "καταραμένα" και οι άνθρωποι που περνούσαν από κει χωρίς να ξέρουν τις ιστορίες τους, άκουγαν τρομακτικές κραυγές και μερικοί από αυτούς χάνονταν».  «Τους νεκρούς τους θάβουν μέσα στις μεγάλες εκκλησίες των χωριών. Συμβαίνει μερικές φορές τα μνήματα να βρίσκονται σε έδαφος αργιλώδες και ξερό, ώστε τα πτώματα να είναι δύσκολο να λιώσουν, αφού η υγρασία τους απορροφάται από το χώμα. Όταν ανοίξουν το μνήμα για να θάψουν άλλους, βλέποντας ότι τα σώματα αντί να έχουν λιώσει έχουν ξεραθεί, τα βγάζουν έξω και αφού αφαιρέσουν και κάψουν την καρδιά το ξαναθάβουν. Είναι βέβαιοι τότε, ότι τίποτα δε θα τα εμποδίσει να λιώσουν. Αυτό το φαινόμενο, όταν συμβαίνει, προκαλεί τη μεγαλύτερη στεναχώρια των συγγενών γιατί δεν παραλείπουν να ισχυριστούν ότι ο νεκρός απορρίπτεται όχι μόνο από τον ουρανό αλλά και από την κόλαση, εφόσον η γη αρνείται να προσφέρει άσυλο στο θνητό σώμα του. Κάποιος αφηγείται ότι είδε τον νεκρό να κυκλοφορεί τη νύχτα στο σκοτάδι βγάζοντας τρομακτικές κραυγές. Ένας άλλος ότι τον είδε να διασχίζει τον αέρα καταμεσήμερα σ' ένα δρόμο φωτιάς.


Άλλοι ότι τα μεσάνυχτα μόλις είχαν αποκοιμηθεί τρομεροί αναστεναγμοί τους ξύπνησαν και ότι ανοίγοντας τα μάτια τυφλώθηκαν από μεγάλες φωτιές, στη λάμψη των οποίων διέκριναν ένα μεγάλο άσπρο φάντασμα, αλυσοδεμένο και βασανιζόμενο από μια λεγεώνα δαιμόνων.  Όλοι αυτοί οι ψίθυροι που στην αρχή ήταν τιποτένιοι, διογκώνονται και αυξάνουν και ενισχύονται ο ένας από τον άλλο. Δυναμώνουν αμοιβαία, αποκτούν αληθοφάνεια και συναρπάζουν και κατακυριεύουν την κοινή γνώμη. Σύντομα τους αποδέχονται σαν απόλυτες αλήθειες που κανείς δεν επιτρέπεται να αμφισβητήσει. Και για να εξιλεώσει τις αμαρτίες του, ο νεκρός έρχεται να τρομάξει τους ζωντανούς. Πότε τραβάει τους κοιμισμένους από τα πόδια, πότε αφαιρεί ένα μέρος από την τροφή τους και πότε τρέχει προς όλες τις κατευθύνσεις στα κτήματα, μέσα στους θάμνους, στα αγκάθια και στους βάτους, ή να μεταμορφώνεται σε μεγάλο μαύρο σκύλο, ή σε κάποιο άλλο ζώο οποιοδήποτε, ικανό να τρομοκρατήσει με τις κραυγές του.  
Γενικότερα, πάντως, ιστορίες με νεκρούς και ψυχές υπάρχουν αρκετές στο χωριό. Τα παλιά τα χρόνια, ένας χωρικός από τη Βωλάξ, γύρναγε, αργά τη νύχτα, από τον Φαλατάδο πίσω στο χωριό, καβάλα στο γέρικο γαϊδουράκι του. Κάποια στιγμή το ζωντανό γονάτισε χωρίς να βγάλει κανέναν ήχο και ψόφησε. Αφήνοντας το ζώο του καταγής, ξεκίνησε να επιστρέψει στο χωριό με τα πόδια. Το επόμενο πρωί, μαζί με κάποιον συγχωριανό του, επέστρεψε στον τόπο που το είχε αφήσει αλλά δεν το βρήκε. Το γαϊδουράκι βρέθηκε καμιά πενηνταριά μέτρα πιο πέρα. Αυτό που πίστευε ο χωρικός είναι ότι κάποιος πήγε να κλέψει την ψυχή του αλλά δεν μπόρεσε να την βγάλει, επειδή ήταν μεγάλο ζώο και όχι πιο μικρό, όπως ο άνθρωπος για παράδειγμα.


Πολλά νησιά και βραχονησίδες, σε όλη την Ελλάδα, αποτελούσαν τους τόπους κατοικίας των βρυκολάκων, με τα περισσότερα από αυτά να βρίσκονται στο Αιγαίο: Το Φαρμακονήσι, μεταξύ Λέρου και Τουρκίας, είναι ένα αυτά. Στη Μύκονο, οι βρυκόλακες κατοικούσαν στο νησάκι του Αγίου Γεωργίου ή στο νησάκι Μπάου –όπου μέχρι σήμερα ο θρύλος λέει ότι υπάρχουν, ακόμα, αποτυπωμένες οι μορφές τους στα βράχια. Τόπος εξορίας και κολασμού των Βρυκολάκων είναι και η νήσος Καϋμένη/Καμμένη στη Σαντορίνη.  Κοντά στη Σκύρο, μερικές εκατοντάδες μέτρα ανατολικά του ακρωτηρίου Πουριά, ορατά από την πρωτεύουσα του νησιού υπάρχουν τα Βρυκολακονήσια. Σε ένα από αυτά, είναι κτισμένο το ξωκλήσι του Άγιου Ερμόλαου, σε μια περιοχή με βράχια καμωμένα με σταυρούς, φτιαγμένους από ασβέστη. Λίγο πιο πέρα, υπάρχει ένας μεγάλος βράχος από πωρόλιθο όπου στο κάτω μέρος του έχει λαξευτεί και υπάρχει στο εσωτερικό του άλλο ένα ξωκλήσι. Τα Βρυκολακονήσια πήραν τ' όνομά τους από το γεγονός ότι είχαν θαφτεί εκεί θύματα κάποιας παλιάς επιδημίας. Σε κείμενο, του 1918, βρίκουμε: «[...] τα Βρυκολακονήσα είχανε ξυπνήσει τους πεθαμένους τους, θαμμένους εκεί από μια πανούκλα του παλιού καιρού, κι αφήνανε τους βόγκους τους και τα παραπονά τους να τραβούνε και να φτάνουνε ως έξω στην ακτή». Στη βραχονησίδα Νεκροθήκες κοντά στην Κάλυμνο,  η παράδοση αναφέρει ότι το νησί χρησίμευε παλαιότερα ως νεκροταφείο, ενώ έως και σήμερα πιστεύετε ότι όταν δύει ο ήλιος βρυκόλακες βγαίνουν και περιφέρονται στην επιφάνεια. Στη Χίο, δαιμονικά νησιά είναι οι βραχονησίδες Γούνι και Βενέτικο και στη Σάμο η περιοχή Διαβολολίμανο. Νησάκι-νεκροταφείο, κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, ήταν η Εκάτη (Δήλος), ενώ στην Κρήτη, βρυκόλακες («καταχανάδες») υπήρχαν στο νησάκι του Καλαθά, στο βόρειο τμήμα του Ακρωτηρίου των Χανίων. Οι υδάτινοι όγκοι που απομονόνωναν τα νησιά θεωρούνταν ιδεώδης τρόπος αποτροπής των βρυκολάκων. Δεν ξέρουμε πόσο συμπτωματικό είναι ότι, το νεκροταφείο του Αγ. Μάρκου στη Βωλάξ, οι νεκροί έπεφταν –μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '80!– σε τρύπα που μέσα της πέρναγε νερό.


Ο Μουζάκης αναφέρει ότι ένα ρέμα χωρίζει τον οικισμό από το κεντρικό νεκροταφείο της Αττικής, της Σίφνου και της Τήνου στη λογική του Αχέροντα. Το νερό κρατάει, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, την επιστροφή των βρυκολάκων στην... κανονική ζωή.   Η σχέση των βρυκολάκων της ελληνικής παράδοσης, με αυτές των βιβλίων και του κινηματογράφου, είναι μικρή έως ανύπαρκτη. «Ο νεοελληνικός βρυκόλακας είναι βασικά ένας νεκροζώντανος. Τα βαμπίρ είναι ιδιαίτερα όντα που μοναδικό σκοπό έχουν να πίνουν αίμα ως τροφή και ως δύναμη ζωής. Στις νεοελληνικές παραδόσεις, οι βρυκόλακες εμφανίζονται να εκτελούν και βιοποριστικές εργασίες, να τρώνε φαγητά, να κάνουν ζημιές και μερικές φορές είναι εντελώς άκακοι. Βρυκολακιάζουν σε προαύλιο εκκλησίας και μέσα στην εκκλησία, ενώ δεν πολλαπλασιάζονται (σε αντίθεση με τα βαμπίρ που πολλαπλασιάζονται πίνοντας αίμα). Βρυκόλακας λοιπόν είναι ο εκδικητικός νεκρός που απειλεί να βασανίσει τους ζωντανούς επιστρέφοντας μετά θάνατο».

πηγές:
Home of Nymphs and Vampires – The Isles of Greece, George Horton 
Θανάσης Βέμπος, Τα Ελληνικά Βρυκολακονήσια, περ. Mystery τ. 6, 2005, σελ. 73
Στέλιος Μουζάκης, «Οι Βρυκόλακες στους Βυζαντινούς και Μεταβυζαντινούς Νομοκανόνες και στις Παραδόσεις του Ελληνικού Λαού» (1986)
Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, Η Γρίπη στη Σκύρο
Μαρκάκης Ζαλλώνης ,«Ένα Ταξίδι στην Τήνο - Ένα από τα Νησιά του Ελληνικού Αρχιπελάγους»,1809
Αντώνη Μπουλούτζα «Η Παναγία των Αγγέλων» εκδ. Καστανιώτη, 2003