Το στοιχειωμένο σπίτι που ενέπνευσε την τρομακτική ταινία The Amityville Horror






Πρόκειται για μια από τις διασημότερες υποθέσεις στοιχειωμένων σπιτιών στον κόσμο, η οποία “βοηθήθηκε” τόσο από το βιβλίο του 1977 που τη διαπραγματευόταν όσο και από την πολύ καλή ταινία The Amityville Horror που την έκανε γνωστή στο ευρύτερο κοινό.

Το Δεκέμβρη του 1975 μια οικογένεια, οι Lutz, μετακόμισαν σε νέο σπίτι, στο Amityville του Long Island, μαζί με τα τρία παιδιά τους (από τον πρώτο γάμο της κ. Lutz) και το σκύλο τους. Το σπίτι το είχαν διαλέξει αφενός γιατί ήταν σε όμορφη τοποθεσία, ήταν μεγάλο και άνετο και, το κυριότερο, πωλούνταν σε πολύ χαμηλή τιμή.

Ο μεσίτης είχε εξηγήσει στο ζευγάρι ότι η εξευτελιστική τιμή του σπιτιού είχε καθοριστεί διότι κανείς δεν ήθελε να το αγοράσει επειδή δεκατρείς μήνες νωρίτερα ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του, Ronald DeFeo, είχε σκοτώσει έξι μέλη της οικογένειάς του.

Μάλιστα, αρκετά από τα έπιπλα της οικογένειας συμπεριλαμβάνονταν στην τιμή πώλησης κάνοντας το όλο θέμα πιο ανατριχιαστικό αλλά ταυτόχρονα και μεγαλύτερη ακόμα προσφορά για τον υποψήφιο αγοραστή. Οι Lutz δήλωσαν ότι δεν είχαν πρόβλημα με την ιστορία του σπιτιού και το αγόρασαν, προφανώς προς μεγάλη ανακούφιση του μεσίτη.


Tο ζευγάρι Lutz

Όσο οι Lutz μετακόμιζαν, ένας φίλος του George Lutz έμαθε το έγκλημα που είχε διαδραματιστεί περίπου ένα χρόνο νωρίτερα και τελικά τον έπεισε να φέρει ιερέα για να ευλογήσει το σπίτι. Πράγματι, ένας ιερέας επισκέφτηκε το σπίτι και το ευλόγησε αλλά όταν βρέθηκε σε ένα συγκεκριμένο δωμάτιο, το υπνοδωμάτιο δύο από τα νεκρά παιδιά, μια ανδρική φωνή από το υπερπέραν τον διέταξε να φύγει. Μια άλλη πληροφορία θέλει τον ιερέα να δέχεται ένα ισχυρό ράπισμα από αόρατο χέρι. Ο ίδιος πάντως έφυγε από το σπίτι και τηλεφώνησε αργότερα στον George Lutz και τον προέτρεψε να εγκαταλείψει το σπίτι.

Λίγο καιρό αργότερα ξεκίνησαν τα προβλήματα με τρομερούς εφιάλτες της κυρίας Lutz, οι οποία έβλεπε τις δολοφονίες, τη σειρά και τον τρόπο με τον οποίο συνέβησαν. Κάποια βράδια η ίδια αισθανόταν κάποιον, όχι το σύζυγό της, να την αγκαλιάζει ερωτικά. Η ίδια άλλωστε υποτίθεται ότι ανακάλυψε ένα κρυφό δωμάτιο, βαμμένο κόκκινο, το οποίο δεν υπήρχε στα σχέδια του σπιτιού και που ο σκύλος τους φοβόταν ιδιαίτερα.



Τα παιδιά τους επίσης βασανίζονταν από εφιάλτες ενώ η μικρή τους κόρη, ηλικίας 5 ετών, απέκτησε ένα φανταστικό φίλο, με τη μορφή γουρουνιού με κόκκινα μάτια. Συχνά όλοι τους άκουγαν θορύβους, ένιωθαν ψυχρά ρεύματα αέρα, το σπίτι πολιορκούνταν από έντομα, ένας μεγάλος σταυρός που είχαν στον τοίχο γύρισε ανάποδα και άρχισε να μυρίζει άσχημα, βρήκαν ίχνη στο χιόνι σαν από γιγάντιο γουρούνι και άλλα πολλά.

Τα χειρότερα, όμως, αναφέρονται στον κύριο Lutz, ο οποίος ξυπνούσε συνέχεια στις 3.15 κάθε νύχτα, ώρα που αργότερα έμαθαν ότι είχαν περίπου συμβεί οι δολοφονίες, έβγαινε έξω και πήγαινε σε μια αποθήκη για βάρκες. Επίσης άκουγε την πόρτα να χτυπάει δυνατά και η συμπεριφορά του υποτίθεται ότι άρχισε να αλλάζει και να γίνεται ίδια με του δολοφόνου.

Αργότερα αναφέρθηκαν ισχυρότερα φαινόμενα, όπως μετεώριση της συζύγου από μια αόρατη δύναμη, καταστροφή στις κλειδαριές, στα παράθυρα και σε άλλα σημεία, εμφάνιση μιας δαιμονικής μορφής στο τζάκι και έξοδος ενός πρασινωπού υγρού από το ίδιο το σπίτι. Το αποτέλεσμα; Ακριβώς μετά από 28 ημέρες οι Lutz έφυγαν τρομοκρατημένοι και το σπίτι πωλήθηκε σε άλλους ιδιοκτήτες, οι οποίοι δεν ανέφεραν κανένα παρόμοιο φαινόμενο.

Η ιστορία των Lutz πήρε μεγάλη δημοσιότητα το 1977 με τη δημοσίευση του βιβλίου “Ο τρόμος του Amityville” του Jay Anson, το οποίο αργότερα μεταφέρθηκε και στο σινεμά, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία. Πολλές εκπομπές μεταφυσικής θεματολογίας και ερευνητές του υπερφυσικού ασχολήθηκαν με αυτή την ιστορία και άσκησαν έντονη κριτική στους ισχυρισμούς της οικογένειας. Ο ιερέας, καταρχήν, έπεσε σε αντιφάσεις κατά τις διηγήσεις του. Το περίφημο κόκκινο δωμάτιο δεν βρέθηκε ποτέ αλλά ούτε και διαπιστώθηκαν οι φθορές στο σπίτι που είχε διηγηθεί η οικογένεια.



Το 1977 η οικογένεια κατέθεσε μήνυση εναντίον προσώπων και μέσων μαζικής ενημέρωσης με το αιτιολογικό της δυσφήμισης και της παραβίασης της ιδιωτικότητας. Δεν κέρδισαν τη δίκη αλλά ζήτησαν και πέρασαν με επιτυχία και οι δύο τη δοκιμασία του “τεστ αλήθειας” και δήλωσαν ότι πολλά από τα γεγονότα που παρουσίαζε το βιβλίο ήταν αληθινά αλλά κάποια άλλα παραποιημένα, πιθανώς για λόγους εμπορικότητας. Τόνισαν όμως ότι το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας τους ήταν αληθινό και δεν φαίνεται να επιδίωξαν ιδιαίτερα τη δημοσιότητα.

Φαίνεται ότι στις περιπτώσεις που μια παράδοξη εμπειρία ακολουθείται από τη δημοσίευση ενός βιβλίου ή τη δημιουργία ταινίας, ιδιαίτερα όταν και τα δύο είναι επιτυχημένα και πόσω μάλλον όταν διαφημίζονται ότι βασίζονται σε αληθινά γεγονότα, η παραποίηση είναι σχεδόν αναπόφευκτη. Ο ερευνητής δεν πρέπει να βασίζεται στα δεδομένα βιβλίου ή ταινίας αλλά πρέπει να εξασφαλίζει την προσωπική μαρτυρία και κατόπιν να την ερευνά. Αλλά και πάλι με το μεταφυσικό τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.



Ο περισσότερος κόσμος νομίζει ότι πηγαίνοντας σε ένα στοιχειωμένο σπίτι θα δει μπροστά του οφθαλμοφανώς μια σειρά από φαντάσματα να παρελάζουν και να του κάνουν “μπου”. Στην πραγματικότητα αυτό δεν πρόκειται να συμβεί και ούτε πρόκειται ένας δεύτερος μάρτυρας να επαληθεύσει το φάντασμα που βλέπει ο πρώτος ή το δαίμονα στο τζάκι ή τις καταστροφές στο σπίτι.

Τα φαινόμενα αυτά, στις περισσότερες αν και όχι σε όλες των περιπτώσεων, δεν συμβαίνουν στο πυκνό φυσικό πεδίο αλλά είναι αιθερικά ή, συχνότερα ακόμα, αστρικά φαινόμενα. Ο ίδιος ο μάρτυρας, μάλιστα, αμέσως μετά αναρωτιέται αν όλα όσα έζησε ήταν αλήθεια. Είναι μια ενστικτώδης ψυχολογική αντίδραση, μια άρνηση για λόγους προστασίας της ψυχικής ισορροπίας που λειτουργεί σε όλους μας και σε διάφορες περιστάσεις – όχι αποκλειστικά σε μεταφυσικά φαινόμενα.

Το ερώτημα, λοιπόν, εάν όλα όσα βίωσε η οικογένεια και άλλες οικογένειες και μεμονωμένα άτομα είναι “αληθινά” είναι υποκειμενικό και όχι επαληθεύσιμο. Υπάρχει μεγάλη σχετικότητα, άλλωστε, ως προς το τι είναι “αληθινό” και τι όχι. Οι περισσότεροι από εμάς θα σπεύδαμε να ισχυριστούμε ότι “αληθινό” είναι ότι βλέπουμε, ότι μπορούμε να επαληθεύσουμε και ότι μπορούμε να επαναλάβουμε, μέσω πειράματος. Αυτή η τελευταία είναι βασική θέση της επιστήμης.

Οι σχιζοφρενείς ζουν σε έναν δικό τους κόσμο, που για εμάς δεν υπάρχει αλλά για εκείνους είναι υπαρκτός και αλληλεπιδρά μαζί τους. Ποιός από τους δύο έχει δίκιο; Ποιός “βλέπει” καλύτερα και σωστότερα; Και, ίσως, τι σημασία έχει ποιός έχει δίκιο, τη στιγμή που για εκείνους, για τον καθένα από εμάς, αυτό που βιώνει είναι αληθινό;

πηγές: