Άγιος Ευστράτιος: Το άγνωστο πιο απομακρυσμένο νησί του Αιγαίου από ξηρά




Ο Άγιος Ευστράτιος ή Άη Στράτης είναι νησί του βορειοανατολικού Αιγαίου με 270 κατοίκους (απογραφή 2011). Διοικητικά ανήκει στην περιφερειακή ενότητα Λήμνου της περιφέρειας Βορείου Αιγαίου. Από το 1912 μέχρι και την εφαρμογή του σχεδίου Καλλικράτης(2010) υπαγόταν στον νομό Λέσβου με έδρα την Μυτιλήνη.


Είναι το πιο απομονωμένο νησί του Αρχιπελάγους και απέχει από την Λήμνο 18 ναυτικά μίλια, από την Σκύρο 38, από την Λέσβο 42, και από την Χαλκιδική 48 περίπου ναυτικά μίλια. Το νησί έχει σχήμα άνισου τριγώνου, εμβαδόν 49,6 τετραγωνικά χιλιόμετρα και μήκος ακτογραμμής 37 χιλιόμετρα. ο νησί στην αρχαιότητα ονομαζόταν Αλόννησος, από τις λέξεις ἅλς και νήσος (θάλασσα και νησί). Ο Παυσανίας την καταγράφει με το όνομα Νέα διότι θεωρούνταν πως αναδύθηκε από την θάλασσα την εποχή που καταποντίστηκε η Ομηρική νήσος Χρυσή, η οποία κατά πάσα πιθανότητα βρισκόταν κοντά στο ακρωτήριο Μέθωνες, στο βορειοανατολικό τμήμα της Λήμνου.

Η ονομασία Άγιος Ευστράτιος καθιερώθηκε διότι κατά την βυζαντινή εποχή ο Όσιος Ευστράτιος ο Θαυματουργός, από την Βιτζιανή της Βιθυνίας (αρχαία Ταρσό), Ηγούμενος της Ι. Μονής Αυγάρων ή Αγαύρων, του μεγαλύτερου Μοναστηριού του Ολύμπου Βιθυνίας, κατά την εποχή της Εικονομαχίας αναγκάστηκε να αποβιβαστεί σ' αυτό το νησί λόγω θαλασσοταραχής, καθ' οδόν προς τον τόπο της εξορίας του, καθώς ήταν αντίθετος προς την εικονομαχική πολιτική του Βυζαντινού Αυτοκράτορα Λέοντα Ε΄.




Ο τάφος του λέγεται πως βρίσκεται στο νησί, που για το λόγο αυτό πήρε τιμητικά το όνομά του, άγνωστο πότε ακριβώς, όπως αναφέρεται και στην Εγκυκλοπαίδεια ΗΛΙΟΣ, ενώ μεγάλα τμήματα γης στον Άη Στράτη ανήκουν σε Αγιορείτικα Μοναστήρια και κυρίως στη Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου φυλάσσεται η Ι. Κάρα του Αγίου Ευστρατίου του Μεγ/ρα (13 Δεκεμβρίου) και όχι του Οσίου. Ιερά Λείψανά του δεν αναφέρεται να υπάρχουν κάπου. Αν όντως, ο τάφος του βρισκόταν εκεί, ίσως κάποια μέρα αποκαλυφθούν.

Το νησί αναφέρεται στο Νησολόγιο του Κριστόφορο Μπουοντελμόντι το 1420 ως Sanstrati και στον Άτλαντα του Laurenberg το 1656 καταγράφεται ως Chryse S.Stratj (Χρυσή - Άγιος Ευστράτιος). Στην Χάρτα του Ρήγα, το έργο του Ρήγα Βελεστινλή που τυπώθηκε το 1797 στη Βιέννη, το νησί αναγράφεται ως Νέα Άγιος Ευστράτιος. Ο οικισμός του νησιού βρισκόταν αρχικά στην κορυφή του μικρού λοφίσκου, όπου οι κάτοικοι ακολουθώντας την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του Αιγαίου είχαν χτίσει τις κατοικίες τους μαζί με τους απαραίτητους για την εποχή ανεμόμυλους. Οι σεισμοί του 1968 έγιναν η αιτία για να καταστραφεί ο ιστορικός οικισμός και ακολούθως να κτισθεί νέος στην έκταση της κοιλάδας. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την αλιεία και την κτηνοτροφία και αντιμετωπίζουν συχνά, ιδίως τον χειμώνα, προβλήματα στη συγκοινωνία με τα άλλα νησιά και την ηπειρωτική Ελλάδα. Το νησί βρίσκεται ανάμεσα στην Λέσβο και την Σκύρο, και έχει έκταση 43 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το έδαφος χαρακτηρίζεται ως ορεινό και ηφαιστειογενούς σύστασης. Το ένα τρίτο μόνον καλύπτεται από καλλιέργειες ενώ έχουν βρεθεί και κατάλοιπα οικισμού της Μυκηναϊκής εποχής.

Οι υψηλότερες κορυφές είναι το Σημάδι (298 μέτρα), ο Άγιος Αλέξης και ο Προφήτης Ηλίας. Ανάμεσα στους λόφους της δυτικής πλευράς σχηματίζονται μικρές κοιλάδες που τελειώνουν σε αμμουδερές ακρογιαλιές. Μεγαλύτερη από όλες είναι η κοιλάδα, όπου βρίσκεται και ο μοναδικός οικισμός. Στην βορειοανατολική πλευρά του νησιού απλώνεται μια επικλινής πεδινή ζώνη μήκους περίπου ενός χιλιομέτρου.

Επίγεια τρεχούμενα ή στάσιμα νερά δεν υπάρχουν, μόνο υπόγεια. Η μεγαλύτερη πηγή είναι στην Μεγάλη Παναγιά ανατολικά του χωριού, από όπου γίνεται και η ύδρευση των κατοίκων. 

Το νησί, που κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Αλόννησος ή Νέα, σύμφωνα με τον Παυσανία, κατοικήθηκε ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους ενώ στην ανατολική ακτή του νησιού βρέθηκαν πολλά ευρήματα ανθρώπινης παρουσίας που χρονολογούνται στην μυκηναϊκή περίοδο. Επίσης λείψανα των ιστορικών χρόνων υπάρχουν σε όλη σχεδόν τη δύσβατη και άγονη έκταση και περιλαμβάνουν κίονες, νομίσματα, θραύσματα, αγγείων, γλυπτά κ.α.




Ξεχωρίζουν οι αναλημματικοί τοίχοι των αρχαϊκών χρόνων κοντά στο κοιμητήριο και ελληνιστικοί τάφοι γύρω από το λιμάνι.

Τη σπουδαιότητα της αρχαίας Αλοννήσου και τη σημαντική γεωγραφική της θέση στον μεγαλύτερο εμπορικό θαλάσσιο δρόμο της αρχαιότητας, επισημαίνει στους Αθηναίους ο ρήτορας Δημοσθένης στους Φιλιππικούς λόγους του.

Στα τέλη του 15ου αιώνα, το νησί κατοικήθηκε ξανά μετά από ερήμωση δυο αιώνων. Κατά την ίδια περίοδο κτίστηκε έξω από το κάστρο και το χωριό (στην θέση που βρισκόταν μέχρι τον σεισμό του 1968). Στα 1540 ανακαινίστηκε μέσα στο κάστρο ο προϋπάρχων ναός των Αγίων Πέντε Μαρτύρων. Από το 16ο αιώνα και έπειτα, το νησί αναπτύσσεται οικονομικά με τη συλλογή βελανιδιών και την κτηνοτροφία.

Κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό με το πλοίο «Κανάρης» κατέλαβε το πρωί της 18ης Οκτωβρίου 1912 το νησί του Αγίου Ευστρατίου χωρίς κάποια σύγκρουση, αφού δεν υπήρχαν Τούρκοι στο νησί και ο πληθυσμός του ήταν πάντα αμιγώς ελληνικός. Η ελληνική κυριότητα στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου αναγνωρίστηκε επίσημα από τις Μεγάλες Δυνάμεις στις 31 Ιανουαρίου 1914.

Η νύχτα της 20ής Φεβρουαρίου του 1968, χτύπησε τον Άγιο Ευστράτιο σεισμός έντασης 7,1 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και διάρκειας 22 δευτερολέπτων, αφήνοντας είκοσι και πλέον νεκρούς και δεκάδες τραυματίες, ενώ εκτεταμένες ήταν και οι καταστροφές στην γειτονική Λήμνο. «Ισοπεδώθη ο Αγ. Ευστράτιος» ήταν ο λακωνικός τίτλος των εφημερίδων, αποκαλύπτοντας όλη την έκταση του δράματος του νησιού. «Αι περισσότεραι οικίαι είχον καταρρεύσει. Αι υπόλοιποι είχον καταστεί ακατοίκητοι. Οι σκύλοι ούρλιαζαν και ένας σφοδρός παγωμένος βοριάς έπαιρνες τις απεγνωσμένες επικλήσεις και τις απέλπιδες οιμωγές των τραυματιών και τις έσβηνε στο πέλαγος», μετέδωσαν οι απεσταλμένοι των εφημερίδων, ενώ στις φήμες για αφύπνιση άγνωστου ηφαιστείου προστέθηκε ο τρόμος «της βιαίας εκταφής των νεκρών καθώς εις το νεκροταφείο έχουν σημειωθεί πολλές ρωγμές». Δύο ημέρες αργότερα, τα χαλάσματα επιθεώρησε ο υπουργός Εσωτερικών της χούντας, Στυλιανός Παττακός, ο οποίος αρκέστηκε να παρατηρήσει ότι «ενδείκνυται η περαιτέρω τροφοδοσία και παροχή αρωγής εις τους πληγέντας επί έναν εισέτι μήνα».

πηγές: