Οι ξεχασμένες μνήμες των ''Αρχαίων θεών επί Γης''



Το θέμα για το αν υπήρξε μια εποχή που οι Έλληνες υπήρξαν γιγάντιοι σε ύψος ανέκαθεν συζητήθηκε, κυρίως λόγω των αναφορών του Ομήρου στην Ιλιάδα αλλά και φυσικά των γιγάντιων οστών που σύμφωνα με δημοσιεύματα βρέθηκαν στον ελλαδικό χώρο.
Αξίζει να σημειωθεί και η έντονη φημολογία περί εύρεσης οστών γιγάντων κατά τα έργα του μετρό της Αθήνας. Σχεδόν κάθε φορά που μια τέτοια ανακάλυψη συμβαίνει, κάποιο αόρατο χέρι την εξαφανίζει... Αξίζει να ψάξουμε όμως αναφορές και στην λαϊκή μας παράδοση, καθώς με απλοϊκό τρόπο, αυτές οι μνήμες, ριζώθηκαν στην συνείδηση του απλού λαού. Ας δούμε μέσα από το βιβλίο του Ι.Κακριδή "Οι αρχαίοι Έλληνες στη νεοελληνική λαϊκή παράδοση" τέτοιες αναφορές που να υπονοούν την ύπαρξη γιγάντων στην προϊστορία μας.



''Τον παλιό καιρό, τω καιρώ εκείνω που λέει και το Ευαγγέλιο, οι αθρώπ' ήτον αψηλοί και μεγαλοκαμωμένοι. Ήτονε δα μαθές σα τζι παλαιοί Έλληνες, πο στήνασι μοναχί ντονε χωρίς σύνεργα ολόκληρα βουνά και τα πααίνασιν όπο θέλασι. Τέθοια παλικάρια εστήσασιν και τσι κολόνες τση Πορτάρας της Αξάς, εχτίσασι τον πύργο του Χειμάρρου, που 'τονε δέκα βολές πκι' αψηλός από ό,τι είναι τώρα, κι εκάμασιν και τον Απόλλωνα.
ΝΑΞΟΣ, 20. αι.

Οι Έλληνες οι παλαιικοί ήντουσαν θεορατικοί. Ψηλοί ίσιαμ' ένα λεύκο. Τότε λένε ήντουσαν κι άνθρωποι σαν κι εμάς και μπήκαν κάμποσοι στην τζιέπη ενού Έλληνα. Κάνει νια βολά έτσι και βάνει το χέρι τους στην τζιέπη και το βγάζει με τους ανθρώπους απάνω στην απαλάμη του. - Ρε, τι 'ναι δω, λέει ο Έλληνας. Τι ανθρωπάκια είναι τούτα, τι ανθρωπάκια!
ΚΥΝΟΥΡΙΑ (ΒΟΥΡΒΟΥΡΑ), 20. αι.

Όντας εφτιάνανε τα Στύλια, τον ίδιο καιρό χτίζανε και τον πύργο που 'ναι ψηλά στα Κόκαλα στο Διαφόρτι, κοντά στον Αι-Λια τον Καρυώτη. Εκείνο τον καιρό οι άνθρωπο ήσανε ψηλοί σαν κυπαρίσσια και παλικάρια και αντρειωμένοι σαν τον Ηρακλή και τον Σαμψών. Και για να καταλάβεις τη μεγάλη τους δύναμη που 'χανε, σού λέω πως αν καμμια φορά εχρειαζόσαντε οι μαστόροι στα *Στύλια κανένα σύνεργο που δεν είχανε, φωνάζαν γυρεύοντάς το 'φ' τους μαστόρους στα Κόκαλα, κι αυτοί πάλε ακούγανε τη φωνή και τους το πετούσανε 'φ' τον αέρα.
ΑΡΚΑΔΙΑ (ΦΙΓΑΛΕΙΑ), 19. αι.  (*Στύλια: τα ερείπια του ναού του Απόλλωνα στις Βάσσες)

Τον καιρό των Ελλήνων ένας αντρειωμένος που τον έλεγαν Αριστομένη, άρπαζε βράχους από την κορυφή του Βουρκάνου και τους έριχνε ώς τη Μήλο.
 ΜΕΣΣΗΝΙΑ (ΜΕΣΣΗΝΗ), 19. αι.

Στη μεγάλη πόρτα του παλιού κάστρου της Μεσσήνης βρίσκεται ένα θεόρατο λιθάρι που φράζει το δρόμο. Αυτό το έφερνε από μακριά στον καιρό των Ελλήνων μια Ελλήνισσα. το εβαστούσε απάνο στο κεφάλι της, και ένεθε και τη ρόκα της. Άμα έφτασε σε κείνο το μέρος, έκαμε αχ! γιατίεκουράστη λίγο, και αμέσως εράγισε η πέτρα και έμεινε εκεί. 
ΜΕΣΣΗΝΙΑ (ΜΕΣΣΗΝΗ), 19. αι.

Στο Δομένικο ιστορούν για μια γριά Ελλήνισσα με το όνομα Μαγώ πως κουβαλούσε στην ποδιά της αγκωνάρια για το ναό που χτιζόταν. Όταν όμως είδε πως ο ναός είχε τελειώσει, τις άφησε να πέσουν στη γη, όπου και βρίσκονται ώς τα σήμερα. 
ΘΕΣΣΑΛΙΑ, 19. αι.

Η Μονοβύζα ήταν από τη γενιά των Ελλένηδων. Είχε ένα βυζί μοναχά, που το έρριχνε στην πλάτη, γιατί ήταν πολύ μεγάλο και σβαρίζουνταν. Κατοίκαε στο παλάτι της στη Γκρίκα*.
ΗΠΕΙΡΟΣ (ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ), 20. αι. (*Γκρίκα: χωριό της Θεσπρωτίας)



Στα Μεσκλά των Σφακιών πιστεύουν πως οι αρχαίοι Έλληνες ήταν τόσο γιγαντόκορμοι, που γονάτιζαν στη θέση Φλομέ, πάνω από τα Μεσκλά, και σκύβοντας έπιναν με το στόμα τους νερό από το ποτάμι των Μεσκλών. Η απόσταση είναι κάπου τετρακόσια μέτρα. 
ΚΡΗΤΗ (ΣΦΑΚΙΑ) , 20. αι.

Το ελληνικό φράγμα της χαράδρας στις Γλώσσες οι χωρικοί το λένε το Πήδημα της Γριάς και πιστεύουν πως μια γριά από τη γενιά των Ελλήνων πηδούδε με μια δρασκελιά τα δεκατέσσερα σκαλοπάτια του.
ΑΚΑΡΝΑΝΙΑ, 19. αι.

Στη Ζάκυνθο βρήκα την παράδοση πως οι αρχαίοι Έλληνες έπαιρναν τη δύναμή τους από τρεις τρίχες που φύτρωναν στο στήθος τους. Όταν τις έκοβαν, την έχαναν, την ξανακέρδιζαν όμως, μόλις ξαναφύτρωναν.
ΖΑΚΥΝΘΟΣ, 19. αι. 

Κοντα στο Νιοχώρι βρίσκονται σωροί από ανθρωπινά κόκαλα, και γι' αυτό εκείνη τη θέση τη λεν Κόκαλα. Εκεί έγινε τον παλιό καιρό πόλεμος, και νίκησαν οι Έλληνες.
 ΘΕΣΣΑΛΙΑ (ΜΑΓΝΗΣΙΑ), 19. αι.

Στον καιρό των Ελλήνων γίνηκε ένας πόλεμος μεγάλος και φονικός. Άλλοι απ' αυτούς είχανε καστρωμένα τα βονά της Μάνης, άλλοι τα βουνά της Μεσσένιας και μερικοί απ' αυτούς είχαν πιάσει το βουνό το Κακαλετρέικο, που 'ναι στο Κακαλέτρι από πάνου. Γινόταν ο πόλεμος με βράχους και με τουλούπες από ξίγκι μπολιωμένο και καυτερό. Αυτοί που 'χανε το βουνό στο Κακαλ'ετρι εφτιάσανε και τα ακατανόηα τα χτίρια τα ελληνικά που φαίνονται εκεί πάνου. 
ΑΡΚΑΔΙΑ (ΦΙΓΑΛΕΙΑ), 19. αι.

Οι παλιοί Έλληνες ήταν ψηλοί σαν τις ψηλότερες λεύκες, και όταν έπεφταν χάμω, πέθαιναν, γιατί δεν μπορούσαν να σηκωθούν. Για αυτό ο μεγαλύτερος όρκος των ήταν: να πέσω, α δε λέω αλήθεια! 
ΘΕΣΣΑΛΙΑ, 19. αι.

Ο μπαρμπα-Πρόδρομος από τη Βεργίνα δηγιέται πώς βρήκε κάποια μέρα ένα σκελετό παλιό:- Είχε μια κολοκύθα! Να, ίσαμ' ένα ντενεκέ! Κάτι αρίδες ού! Δυό πήχες! (Και ανοίγει όσο μπορεί τα χέρια του). Μωρέ ήτανε γίγανοι οι παλιοί, ίσαμε κει απάνω, Και δε φονούνταν θάνατο, να πεις. Δεν πεθαίνανε ποτές. Μονάχα σα σκοντάβανε και πέφτανε τα μπρούμυτα, άντε, άντε, άντε, πάει τέλεψε! Για κείνο ο πιο τρανός τους όρκος ήτανε: Μα το σκονταμό!, γιατί μονάχ' αυτόν τρομάζανε. 
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, (ΒΕΡΓΙΝΑ ΒΕΡΟΙΑΣ), 20. αι.

Οι Έλληνες χαθήκαν όλοι όταν κάποτ έπεσε πείνα μεγάλη στη γη. Τότε καθένας τους έπαιρνε λίγες τροφές και έμπαινε στον τάφο του, για να βρεθεί θαμμένος, όταν οι τροφές του θα τελείωναν και θα πέθαινε. 
ΚΡΗΤΗ, ΣΦΑΚΙΑ, 20 αι.

Φόντες ήμουν εφτά χρονώ παιδούλα, έσκαβα μια μέρα με τον μπάρμ-Αναγνώστη τον εκκλησιάρη στην Παλιόχωρα για μια θαματουργή εικόνα. Όποθ να, ξεθάβουμε κάτι κάρακλα και ραχοπόδαρα, τόσα! - Ου, μπαρμπ- Αναγνώστη, είπα, τι άνθρωπι είναι τούτοι; - Αμ οι παλιοί Έλληνες, κόρη μου είταν δρακοθεμελιακοί. Θηλικιά ώρα δεν ήξεραν ποτέ. Έρριναν οι γυναίκες το βυζί στην πλάτη για να βυζάξουν το παιδί κι ομπρός ζύμωναν. Κι οι-γι-άντρες, γιε μου, έδεναν τα μουστάκια πίσω στο κεφάλι, όταν έτρωγαν. Τέτοια θεριά ακετέλυτα ήταν! - Καλά , και δεν πέθαιναν; - Πώς δεν πέθαιναν! Το νου τους τον είχαν στον αγέρα, και από το πολύ τ' ασικλίκι δεν τήραγαν τη γης. Εκεί που πάναιγαν σ' ένα γλέντι με το κεφάλι απάνω όλοι αντάμα, δεν τήραξαν ένα χάσμα μπροστά τους και διάβηκαν ολοσούσουμοι στον Κάτω Κόσμο. Για δαύτο τη λεν Παλιόχωρα! Και λέοντας αυτά ο μπαρμπ-Αναγνώστης ο κλησιάρης βάρεσε κι η αξίνα απάνω στο κόνισμα της Παναγίας, μεγάλη η χάρη της! 
ΗΠΕΙΡΟΣ, ΛΕΥΤΕΡΟΧΩΡΙ ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑΣ, 20. αι.

Στα Κράβαρα κατοίκησαν Έλληνες, μεγάλοι, αντρειωμένοι. Σε λίγο όμως έπεσαν φοβερά κουνούπια, με μύτες σιδερένιες που κυνηγούσαν κι εθανάτωναν τους Έλληνες, ώσπου αναγκάστηκαν όσοι είχαν απομείνει να φτιάσουν μεγάλα πιθάρια και να θαφτούν μέσα εκεί ολοζώντανοι. Κι έτσι αφανίστηκε από τα Κράβαρα η πρώτη γενιά , η μεγάλη, η αντρειωμένη. 
ΑΙΤΩΛΙΑ, ΚΡΑΒΑΡΑ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΣ, 19. αι.

Για να φτιάσουν το κάστρο της Κουκουλίστας οι Έλληνες, επειδής δεν έβρισκαν εκεί σιμά μεγάλα λιθάρια, πήγαιναν σε δυο ώρες μακριά και κουβάλαγαν πέτρες από πάνω από τα Σχωρέτσαινα. Σήκωναν πέτρες τόσο μεγάλες, που δεν μπορούν τώρα να τις αναταράξουν ούτε με βιζίλες. Τόσο στοιχειωμένοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι, γυναίκες άντρες. Αλλά τότες τους ήρθε ο σωσμός τους. Ο Θεός έστειλε κάτι κουνούπια που τους τσίμπαγαν και πέθαιναν ο ένας κοντά στον άλλον. Και μια Ελλένισσα, πόφερνε ένα θεόρατο λιθάρι για το κα΄στρο, δεν πρόφτασε να τ' αποσώσει στην Κουκουλίστα και πέθανε στο δρόμο. Και το λιθάρι έμεινε σιμά στο λαγκάδι που χωρίζει την Τζιούμα από τα Σχωρέτσαινα. 
ΗΠΕΙΡΟΣ, ΣΧΩΡΕΤΣΙΝΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, 20. αι.



Οι παλιοί Έλληνες πέθαιναν ο ένας κοντά στον άλλο, γιατί τους τσίμπαγαν κάτι κουνούπια μεγάλα, θεοκούνουπα, πόστειλε ο Θεός για να τους καταστρέψει. Πολλοί από αυτούς, για να γλιτώσουν, τρύπωναν μέσα στους λόγγου, στις σπηλιές κι όπου πρόφταιναν. Ένας τυφλώθηκε, κι ύστερ' από καιρό βγήκ' από το σπήλιο που 'ταν κρυμμένος, κι εκεί ήβρηκε έναν ζευγίτη απ' τη νέα πλάση και του ζήτησε να του δώκει το χέρι του.  Ήθελε να δοκιμάσει τι δύναμη έχουν οι άνθρωποι από τη νέα γενιά. Ο ζευγίτης φοβήθηκε κι αυτός να του δώκει το χέρι του. Τόδωκε το υνί απ' τ' αλέτρι. Ο Έλληνας το 'πιασε με τη χερούκλα του, το χεράκωσε και το 'σφιξε τόσο πολύ που το 'καμε σαν προζύμι μαλακό, και το υνί έβγαλε νερό. Τότε ο Έλληνας είπε: - Και σείς είστε γεροί, όχι όμως σαν εμάς. Εμείς ήμασταν δυνατότεροι! 
ΗΠΕΙΡΟΣ, ΣΧΩΡΕΤΣΑΙΝΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΩΝ, 20, αι.

Παλιόν καιρό οι-γι-αθρώποι ήταν πολύ μεγάλοι. Μεγαλύτεροι απ' όλους ήταν οι Ελλένηδες. Αυτοί ήταν κακοί αθρώποι. Γι' αυτό ο Θεός έστειλε κάτι κουνούπια μεγάλα με μύτες σιδερένιες και τους κυνήγαγαν. Μοναζά τη νύχτα έβγαιναν οι αθρώποι, που κοιμούνταν τα κουνούπια, και το πουρνό, πριν βαρέσει ο ήλιος, και το βράδυ, μότι βασίλευε. Όλη την άλλη μέρα κάουνταν μες στη γης. Είχαν φκιάσει εκεί κατοικιά ίσια για έναν άνθρωπο. Είχαν το ψωμί τους, το νερό τους σε μποτίλιες, τη λάμπα τους κι ό,τι άλλο χρειαζούμενο. Μα δε μπόρειαν να ζήσουν όλη τη μέρα κλεισμένοι, κι ένας ένας χάθηκαν. Σήμερα σκάφτουν και βρίσκουν τα κατοικιά τους, σεντούκια λιθαρένια. Μεσα βρίσκουν τα κόκαλά τους, λάμπες, μπότια και ό,τι άλλο είναι. 
ΗΠΕΙΡΟΣ, ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ, 20. αι.

Στο δρόμο από του Θεολόγου στην Αλύκη, στο δάσος, είναι θαμμένος ένας από τους παλιούς Έλληνες.
ΘΑΣΟΣ, 19. αι.

Κοντά στην άκρη τ' Αργυρώνιο, το Ματζάρ Μπουρνού, είναι ένας ψηλός όχτος. Στην κορφή του έχει ένα άπλωμα πλακοστρωμένο με μαρμαρένιες πλάκες ώς πέντε μέτρα το μάκρος και δυο δυόμισι πλάτος. Αυτό είναι το μνήμα του Έλληνα, και λεν πως είναι θαμμένος ένας Έλληνας τόσο μεγάλος, όσο είναι το μνήμα του. 
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ, 19. αι. 

Κοντά στον Άγιο Πέτρο βρίσκεται μια τοποθεσία που λέγεται οι Φονεμένοι. Οι σωροί τα χώματα και οι πέτρες που βλέπει κανείς εκει δίνουν την εντύπωση πως έχουμε να κάνουμε με τάφους, μόνο που φαίνονται πολύ μεγάλοι. Έτσι γεννήθηκε η παράδοση ότι στους τάφους αυτούς βρίσκονται θαμμένοι Έλληνες γιγαντόσωμοι, που έτυχε να σκοτωθούν εκεί. Ένας γέρος Μπαρμπιτσιώτης διηγήθηκε την ακόλουθη σχετική ιστορία: Εκείπου το λεν στους Φονεμένους, που είανι οι οβολιοί, εσκότωσαν τρες Έλληνες και τους θάψανε. Ήντουσαν θεριά, Έλληνες μαθέ, αλλά τους πότισαν κρασί με τ' ασκί και τους μέθυσαν. Τ' άκουσε η αδερφή τους η βασιλοπούλα και 'ριξέ ' να λιθάρι θεόρατο από δυο ώρες δρόμο, που το λεν της βασιλοπούλας το κοτρόνι, δεξιά μεριά που πάμε στον Αι-Πέτρο. Μας σαν ήρθε, τους βρήκε σκοτωμένους. 
ΚΥΝΟΥΡΙΑ.

Στους βοσκούς γύρω από το ναό του Απόλλωνα στις Βάσσες ζει ακόμα σήμερα το όνομα των Ελλήνων. Με αυτό το όνομα χαρακτηρίζουν καθετί που πιστεύεται ηρωικό και γικάντιο. για τον εαυτό τους κάθε άλλο παρά που θαρρούν πως είναι οι κληρονόμοι της δόξας των παλιών κατοίκων. Η απλοϊκή σκέψη αυτών των βοσκών θεωρεί τους Έλληνες προγόνους των Φράγκων, ξένους τεχνίτες που κάποτε κρατούσαν τον τόπο αυτόν. Έτσι εξηγεί γιατί οι Ευρωπαίοι ταξιδεύουν στα μέρη αυτά και δίνουν τόση σημασία σε ό,τι έχει απομείνει από εκείνους. 
ΑΡΚΑΔΙΑ, 19. αι.''
πηγές:
''ΟΙ ΑΡΧΑΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΑΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ'', ΚΑΚΡΙΔΗΣ Θ. ΙΩΑΝΝΗΣ, εκδ. ΜΙΕΤ, 1997