Τα «νοοκίνητα» και «αντιβαρυτικά» πλοία των Φαιάκων






Η Οδύσσεια, η ιστορία του νόστου του βασιλιά της Ιθάκης Οδυσσέα τον οποίο οι θεοί έκαναν να περιπλανιέται στις θάλασσες για δέκα χρόνια αφού απέπλευσε από την Τροία με προορισμό την ιδιαίτερη πατρίδα του, την νήσο Ιθάκη, είναι ένα από τα κορυφαία λογοτεχνικά έργα της παγκόσμιας αρχαίας λογοτεχνίας.

Είναι όμως ένα κείμενο το οποίο προκαλεί διχασμό των απόψεων όσον αφορά αν δημιουργήθηκε ως μία καθαρά φανταστική ιστορία, ή αν, εκτός από τα μυθολογικά στοιχεία, έχει και πληροφορίες – γεωγραφικής και τεχνολογικής φύσης – που να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Έτσι άλλοι διαβάζουν την Οδύσσεια απλά ως λογοτεχνία κι άλλοι μελετούν κάθε της στοίχο για να αντλήσουν πληροφορίες και να διεξάγουν έρευνες πάνω σε αυτήν.

Όσοι υποστηρίζουν πως τα λόγια του Ομήρου έχουνε στοιχεία αλήθειας μέσα τους είναι επηρεασμένοι από το γεγονός ότι μέχρι και τα μέσα του 19ουαιώνα, όλοι πίστευαν πως και η Ιλιάδα του Ομήρου ήταν ένα καθαρά φανταστικό παραμύθι.

Το 1873 και το 1876 όμως, ο Ερρίκος Σλήμαν, με τις αρχαιολογικές ανακαλύψεις του στην Τροία και στις Μυκήνες αντίστοιχα, έφερε στο φως αποδείξεις, τόσο για την ύπαρξη των ομηρικών πόλεων στις γεωγραφικές θέσεις όπου ο Όμηρος τις προσδιόριζε, όσο και για τον Τρωικό πόλεμο για τον οποίο μας μιλά η Ιλιάδα.

Με τον ίδιο τρόπο πιστεύουνε πολλοί πως και στην Οδύσσεια, το άλλο του μεγάλο έργο, ο Όμηρος δεν έγραφε μόνο μύθους και φανταστικά στοιχεία, αλλά πως, ένα τμήμα έστω των όσων λέει στην Οδύσσεια, ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Έτσι το νησί των Λωτοφάγων, το νησί των Λαιστρυγόνων, τα νησιά της Κίρκης και της Καλυψώς, το νησί των Φαιάκων και άλλες τοποθεσίες της Οδύσσειας έχουν γίνει αντικείμενα πολλών ερευνών…



Από όλα τα «μυθικά» νησιά της Οδύσσειας – γιατί η Ιθάκη σίγουρα υπάρχει – αυτό το οποίο ίσως ελκύει περισσότερο το ενδιαφέρον του ερευνητή, είναι το νησί των Φαιάκων. Δεν χρειάζεται κανείς να είναι κοινωνιολόγος για να διακρίνει πως η κοινωνία των Φαιάκων είναι η πιο πολιτισμένη από όσες συναντά ο Οδυσσέας στο ταξίδι του για την Ιθάκη· ο λαός των Φαιάκων ζει παίρνοντας ότι χρειάζεται από την θάλασσα και όντας απαλλαγμένος από την βία του πολέμου.

Είναι ένας ναυτικός λαός εργατικός αλλά και γλεντζές που αγαπά την τέχνη (τραγούδι, χορός) και την καλοπέραση και έχει ως έθιμο να βοηθά τους ναυαγούς να γυρίσουν ο καθένας στην πατρίδα του. Θα ‘λεγε κανείς ότι η κοινωνία των Φαιάκων αποτελεί μία ουτοπία για τον καιρό τόσο της μυκηναϊκής, όσο και της ομηρικής εποχής, πόσο μάλλον για σήμερα…

Οι Φαίακες, περήφανοι για την καταγωγή τους, κατά τον Όμηρο, είναι «αγχίθεοι» καθώς είναι συγγενείς των θεών. Αυτό δίνει στον πολιτισμό τους μία άλλη υπόσταση. Μία πολιτισμική υπόσταση που για τους αρχαίους συνεπαγόταν κάποιες μεταφυσικές «θεϊκές» ιδιότητες με τις οποίες είναι προικισμένα τα πλοία που ναυπηγούσαν, ή κάποιες προηγμένες τεχνολογικές και φυσικές γνώσεις, όπως υποστηρίζουν οι σύγχρονοι ερευνητές της Οδύσσειας.



Ο Οδυσσέας στην αυλή του Αλκίνοου, πίνακας του Francesco Hayez

Όπως μας πληροφορεί λοιπόν ο Όμηρος, τα πλοία των Φαιάκων:

- Ήταν νοοκίνητα, δηλαδή, μπορώντας να διαβάσουν την ανθρώπινη σκέψη, πληροφορούνταν απ’ αυτήν και όχι από κάποιο χειροκίνητο όργανο όπως το τιμόνι.

- Είχαν τεχνητή νοημοσύνη καθώς, έχοντας «νοήματα καὶ φρένας ἀνδρῶν», δύνανται να επιλέξουν αν πρέπει να εκτελέσουν μία εντολή ή όχι.

Είχαν ένα είδος «σκληρού δίσκου» γεωγραφικών δεδομένων, καθώς ήξεραν «πάντων πόλιας καὶ πίονας ἀγροὺς». Είχαν μηχανισμό τεχνητής αντιβαρυτικής αιώρησης που τους επέτρεπε να πετάνε «ὡς εἰ πτερὸν ἠὲ νόημα» (σαν τα πουλιά ή σαν την σκέψη). Λογοτεχνική-μυθολογική παρατήρηση: αν τα πλοία των Φαιάκων ακουμπούσαν την θάλασσα, ο Ποσειδώνας, ο θεός των θαλασσών θα τα βύθιζε, όπως τόσες φορές έκανε στα πλοία που μετέφεραν τον Οδυσσέα. Γιατί όχι κι αυτήν την φορά, αν το πλοίο δεν πέταγε;

Είχαν εξαιρετικά γρήγορους κινητήρες που του επέτρεπαν να αναπτύσσει ταχύτητα γρηγορότερη από κάθε πετούμενο βιολογικό οργανισμό («κίρκοςὁμαρτήσειεν, ἐλαφρότατος πετεηνῶν· ὣς ἡ ῥίμφα θέουσα θαλάσσης κύματ’ἔταμνεν») που έκανε τον Όμηρο να παρουσιάσει την κίνησή του με αυτήν της ανθρώπινης σκέψης…

Είχαν μανδύα οπτικής κάλυψης που τους επέτρεπε να γίνονται αόρατα στα μάτια των εχθρών τους σαν να είναι «ἠέρι καὶ νεφέλῃ κεκαλυμμέναι» (καλυμμένα με αντάρα και συννεφιά).

Είχαν ασπίδα πιθανώς ηλεκτρομαγνητικού πεδίου που δεν επέτρεπε στους εχθρούς να τα βλάψουν («οὐδέ ποτέ σφιν οὔτε τι πημανθῆναι ἔπι δέος»).

Όμως, αν και μέσα από την Οδύσσεια μας δίνεται λεπτομερής αναφορά των ικανοτήτων των πλοίων των Φαιάκων, δεν διασώζεται ούτε ο τρόπος ναυπήγησής τους, ούτε ο τρόπος λειτουργία τους ώστε να μπορέσουμε, διαβάζοντας τις οδηγίες κατασκευής και χρήσης θα ‘λεγε κανείς, να ανακατασκευάσουμε έτσι απλά ένα τέτοιο πλοίο και να το χρησιμοποιήσουμε.





Αυτό είναι κάτι λογικό δεδομένου του ότι ο Όμηρος, όταν στο δεύτερο μισό του 8ου προ Χριστού αιώνα, έγραφε, συλλέγοντας στοιχεία από την τότε προφορική – δεν έχουν βρεθεί παλαιότερες γραπτές πηγές – παράδοση, για γεγονότα που συνέβησαν πάνω από 400 χρόνια παλιότερα (μάλλον την περίοδο 1190-1170 προ Χριστού) είναι απολύτως λογικό, ακόμα κι αν αρχικά υπήρχαν κάποιες τεχνικές λεπτομέρειες να ξεχάστηκαν. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν χαρακτηρίζονταν από την – αν μη τι άλλο ορθή – συνήθεια των αρχαίων Αιγυπτίων να καταγράφουν και να αρχειοθετούν τα πάντα.

Η αλήθεια είναι πως μέχρι σήμερα κανένα από τα πλοία των Φαιάκων δεν έχει βρεθεί. Όχι επισήμως τουλάχιστον διότι, κατά καιρούς, πολλά έχουν ακουστεί. Έτσι δεν μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι υπήρχαν. Δεν μπορούμε όμως να πούμε με βεβαιότητα κι ότι δεν υπήρχαν καθώς στις μέρες μας ξέρουμε ότι η τεχνολογία μπορεί να επιτρέψει – αν όχι σήμερα στο κοντινό μέλλον – την δημιουργία ενός τέτοιου αντιβαρυτικού νοοκίνητου πλοίου. Οι δε θεωρίες ότι οι αρχαίοι κατείχαν τεχνολογία κατά πολύ ανώτερη της σημερινής υπάρχουν και συνδέονται με τα πλοία αυτά. Τι συνέβαινε στην πραγματικότητα; Ευελπιστούμε πως, κάποια στιγμή, θα διεξαχθεί μία έρευνα που θα μας διαφωτίσει…

πηγές: