Η διαμάχη ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Ηρακλή και οι άθλοι του στην Ασία




Όταν πια ο Ηρακλής εκτέλεσε τους δώδεκα άθλους του , επέστρεψε στη Θήβα. Στη συνέχεια πήγε στην Οιχαλία της Θεσσαλίας. Στη χώρα αυτή βασίλευε ο βασιλιάς Εύρυτος, που είχε μια ωραιότατη κόρη, την Ιόλη.
Ο Εύρυτος είχε διακηρύξει ότι θα έδινε την κόρη του για γυναίκα σε όποιον νικούσε στο τόξο και τον ίδιο και τους γιους του. Νίκησε ο Ηρακλής, αλλά ο Εύρυτος αρνήθηκε να τηρήσει την υπόσχεσή του. Τότε ο ήρωας σκότωσε τον Ίφιτο, γιο του βασιλιά. Έπειτα ζήτησε να τον εξαγνίσει από το φόνο αυτό ο Νηλέας, βασιλιάς της Πύλου. Επειδή εκείνος αρνήθηκε, ο Ηρακλής τον σκότωσε, καθώς και όλους τους γιους του, Γλίτωσε μόνο ο Νέστορας, που απουσίαζε στη Σπάρτη. Εξαιτίας του φόνου του Ίφιτου, ο ήρωας τρελάθηκε για δεύτερη φορά. Γι' αυτό πήγε να ζητήσει τη συμβουλή του μαντείου των Δελφών. Η Πυθία αρνήθηκε να ανέβει στον τρίποδα και να δώσει χρησμό. Ο Ηρακλής τότε άρπαξε τον τρίποδα με σκοπό να τον πάρει και να πάει αλλού, να ιδρύσει δικό του μαντείο. Ο Απόλλωνας, που λατρευόταν στους Δελφούς, προσπάθησε να ξαναπάρει τον τρίποδα. Παραλίγο να ακολουθήσει σύγκρουση ανάμεσα στο θεό και τον ήρωα. Τη σταμάτησε ο Δίας, ρίχνοντας έναν κεραυνό.

Οι δύο αντίπαλοι συμφιλιώθηκαν και ο Απόλλωνας έδωσε στον Ηρακλή χρησμό σχετικό με τον εξαγνισμό του. Του είπε δηλαδή να πουληθεί σαν δούλος για τρία χρόνια. Τα χρήματα που θα έπαιρνε, έπρεπε να τα δώσει στον Εύρυτο, σαν αποζημίωση για το θάνατο του γιου του. Μ' αυτόν τον τρόπο θα θεραπευόταν από την τρέλα του. Έτσι ο Ηρακλής πουλήθηκε στη βασίλισσα της Λυδίας, Ομφάλη. Οι αρχαίοι Έλληνες λένε ότι κατά την περίοδο αυτή επιτέλεσε πολλούς άθλους.

Ο Ερμής, προστάτης κάθε σημαντικής οικονομικής συναλλαγής, μετέφερε τον Ηρακλή στην Ασία, τον πούλησε ως ανώνυμο σκλάβο και προσέφερε αργότερα το αντίτιμο των τριών ασημένιων ταλάντων στα ορφανά του Ιφίτου. Ο Eύρυτος όμως είχε απαγορεύσει στα εγγόνια του να δεχτούν οποιαδήποτε χρηματική αποζημίωση λέγοντας ότι μόνο το αίμα ξεπληρώνει το αίμα , τι έγινε τότε με το ασημί, μόνον ο Έρμης το ξέρει. Όπως είχε προμαντέψει η Πυθία, ο Ηρακλής αγοράστηκε από τη βασίλισσα της Λυδίας Ομ­φάλη, η οποία ήταν μανά στο παζάρι , την υπηρέτησε πιστά για έναν ολόκληρο χρόνο, ή τρία, εκκαθαρίζοντας τη Μικρά Ασία από τους ληστές πού την είχαν πλημμυρίσει.

Αυτή η Ομφάλη, η κόρη του Ιαρδάνου και σύμφωνα με μερικές πηγές μητέρα του Τάνταλου, είχε κληρονομήσει το βασίλειο από τον άτυχο άντρα της Τμώλο, γιο του Άρη και της Θεογόνης. Κυνηγώντας στο όρος Καρμάνορα – ονομάστηκε έτσι προς τιμήν του Καρμάνορα, γιου του Διόνυσου και της Αλεξιρρόης, πού σκοτώθηκε εκεί από έναν αγριόχοιρο – ο Τμώλος ερωτοχτυπηθηκε με την Αρχίππη, μια παρθένα συντρόφισσα της Άρτεμης. Η Αρχίππη, κωφεύοντας στις φοβέρες και στα παρακάλια του Τμώλου, κατέφυγε στον ίδιο το ναό της θεάς, όπου όμως ο Τμώλος τη βίασε αδιαφορώντας για την Ιερότητα του χώρου, και μάλιστα πάνω στην κλίνη της θεάς. Η Αρχίππη κρεμάστηκε αφού προσευχήθηκε πρώτα στην Άρτεμη, η οποία τότε αμόλησε έναν μανιασμένο ταύρο πού τίναξε τον Τμώλο στον αέρα , εκείνος πέφτοντας πάνω σε ένα σωρό μυτερούς πασσάλους και κοφτερές πέτρες, εξέπνευσε μαρτυρικά. Ο Θεοκλύμενος, ο γιος του από την Ομφάλη, τον έθαψε έχει όπου πέθανε και μετονόμασε το όρος σε Τμώλο , η ομώνυμη πόλη στις πλαγιές του βουνού καταστράφηκε από έναν μεγάλο σεισμό την εποχή του αυτοκράτορα Τιβέριου.



 Ανάμεσα στα πολυάριθμα κατορθώματα πού πέτυχε ο Ηρακλής ήταν και η σύλληψη των δύο Εφεσιων Κερκώ­πων οι οποίοι συνεχώς διέκοπταν τον ύπνο του. Οι Κέρκωπες, δίδυμοι γιοι του Ωκεανού και της Θείας, ονομάζονταν αντίστοιχα Πάσσαλος και Άκμονας ή Ώλος και Ευρύβατος ή ΣΊλλος και Τριβαλλός ήταν οι πιο επιδέξιοι απατεώνες και ψεύτες πού γνώρισε η ανθρωπότητα και αλώνιζαν τον κόσμο ολόκληρο διαπράττοντας συνεχώς καινούριες παλιανθρωπιές . Η Θεία τούς είχε προειδοποιήσει να προσέχουν τον Ηρακλή, και τα λόγια της – μικρά μου ασπροκώλικα, θα έρθει η ώρα πού θα πέσετε πάνω στον μεγάλο Μαυροκώλη,έμειναν παροιμιώδη με την έννοια ότι ασπροκώλης σημαίνει δειλός, πρόστυχος και ασελγής. Οι δίδυμοι προσποιούμενοι τις αλογόμυγες βομβούσαν γύρω από το κρεβάτι του Ηρακλή ώσπου μια νύχτα τούς τσάκωσε και αφού τούς ανάγκασε να πάρουν πάλι την αρχική τους μορφή τούς κρέμασε σε ένα στυλιάρι με τα κεφάλια κάτω και κουβαλώντας τους στον ώμο ξεκίνησε. Η λεοντή δεν σκέπαζε τα οπίσθια του Ηρακλή και είχαν γίνει μαύρα από το ηλιόκαμα και την πυρωμένη ανάσα του Κάκου και του Κρητικού Ταύρου, όμοια με παλιές δερμάτινες ασπίδες οι Κέρκωπες ξεκαρδίστηκαν στα γέλια συνειδητοποιώντας ότι κρέμονται με το κεφάλι κάτω αντικρίζοντας ήθελαν δεν θελαν τα μαύρα οπίσθια . Ο Ηρακλής παραξενεύτηκε πολύ με την τόση ευθυμία, μόλις όμως έμαθε την αιτία της στρογγυλοκάθισε σε έναν βράχο και γέλασε με την καρδιά του τόσο, ώστε οι Κέρκωπες τον κατάφεραν να τούς απελευθερώσει. Μολονότι γνωρίζουμε στη Μικρά Ασία μια πόλη ονόματι Κερκωπία, το λημέρι των Κερκώπων και ο Μελάμπυγος Βράχος βρίσκονταν στις Θερμοπύλες πιθανότατα λοιπόν αυτό το επεισόδιο να συνέβη κάποια άλλη φορά.

Μερικοί λένε ότι οι Κέρκωπες τελικά απολιθώθηκαν επειδή προσπάθησαν να ξεγελάσουν ακόμη και τον Δία, άλλοι, ότι ο Ζευς τιμώρησε τις απατεωνιές τους μεταμορ­φώνοντάς τους σε μαϊμούδες με μακριές κίτρινες τρίχες και εξορίζοντας τους στα Ιταλικά νησιά Πιθηκούσες.

Σε ένα φαράγγι της Λυδίας ζούσε κάποιος Συλεύς, ο οποίος συνήθιζε να συλλαμβάνει τούς περαστικούς ξένους και να τους υποχρεώνει να σκάβουν τα αμπέλια του, ο Ηρακλής όμως του ξερίζωσε εντελώς τα αμπέλια. Όταν πάλι οι Λυδοίτης Ιτώνης άρχισαν τις λεηλασίες στη χώρα της Ομφάλης, ο Ηρακλής πήρε πίσω τα λάφυρα και κατέσκαψε την πόλη τους. Στις Κελαίνες ζούσε ο γεωργός Λιτυέρσης, νόθος γιος του Μίδα προσέφερε φιλοξενία στους ταξιδιώτες και ύστερα τούς ανάγκαζε να αγωνιστούν μαζί του στη συγκομιδή της σοδειάς. Όταν τούς έπιανε η εξάντληση τούς μαστίγωνε και το βράδυ, αφού τούς νικούσε, τούς αποκεφάλιζε κι έκρυβε τα κορμιά τους ανάμεσα στα δεμάτια της σοδειάς τραγουδώντας μοιρολόγια. Ο Ηρακλής βρέθηκε στις Κελαίνες με σκοπό να σώσει τον ποιμένα Δάφνη, γιο του Ερμή, ο οποίος γύρισε όλο τον κόσμο ψάχνοντας την αγαπημένη του Πιμπλεία πού την είχαν απαγάγει οι πειρατές, και τελικά τη βρήκε ανάμεσα στις σκλάβες του Λιτυέρ­ση. Προσκάλεσε και τον Δάφνη σε αγώνα θερισμού ο Λιτυέρ­σης, στη θέση του όμως παρουσιάστηκε ο Ηρακλής, ο οποίος τον νίκησε, του πήρε με το δρεπάνι το κεφάλι και πέταξε το ακέφαλο κορμί στον ποταμό Μαίανδρο. Ο Δάφνις δεν πήρε μόνο ξανά πίσω την Πιμπλεια, αλλά ο Ηρακλής της χάρισε προίκα το παλάτι του Λιτυέρση. Οι Θεριστές στη Φρυγία αιώνες αργότερα τραγουδούσαν μοιρολόγια που έμοιαζαν πολύ με εκείνο που λεγόταν στην μνήμη του γιου του πρώτου Αιγυπτίου βασιλιά Μανερώ πού πέθανε κι αυτός στα σταροχώραφα.

Τελικά στις όχθες του ποταμού Σάγαρη της Λυδίας ο Ηρακλής σκότωσε με βέλος ένα γιγάντιο φίδι πού κατέστρεφε ανθρώπους και σιτηρά , η Ομφάλη όλο ευγνωμοσύνη πού είχε επιτέλους ανακαλύψει την ταυτότητα και την καταγωγή του Ηρακλή, τον απελευθέρωσε, τον γέμισε δώρα και τον έστειλε πίσω στην Τίρυνθα και ο Ζευς τοποθέτησε στον ουρανό τον αστερισμό Οφιούχο στη μνήμη της νίκης. Κατά τα άλλα ο ποταμός Σάγαρις πήρε το όνομα του από κάποιο γιο του Μύνδωνα και της νύμφης Αλεξιρρό­ης, ο οποίος έπεσε και πνίγηκε μέσα του αφού τον τιμώρησε με τρέλα η Μητέρα των Θεών , επειδή περιφρόνησε τα Μυστήρια της και προσέβαλε τούς ευνούχους Ιερείς της.

Η Ομφάλη αγόρασε τον Ηρακλή μάλλον για ερωμένο παρά για πολεμιστή. Έκαναν μαζί τρεις γιους: τον Λάμο, τον Αγέλαο, πρόγονο του περίφημου βασιλιά Κροίσου πού ήθελε να πεθάνει στην πυρά όταν οι Πέρσες κατέλαβαν τις Σάρδεις και τον ΛαομΈδοντα. Μερικοί αναφέρουν και έναν τέταρτο: τον Τυρρηνό ή Τυρσηνό, τον εφευρέτη της σάλπιγγας, ο οποίος οδήγησε τους Λυδούς μετανάστες στην Ετρουρία, όπου αυτοαποκλήθηκαν Τυρρη­νοι φαίνεται όμως περισσότερο πιθανόν ότι ο Τυρρηνός ήταν γιος του Άτυος , μεταγενέστερου απόγονου του Ηρακλή και της Ομφάλης. Ο Ηρακλής έκανε παιδιά και με τη Μάλιδα, μια από τις σκλάβες της Ομφάλης, τον Κλειοδαίο ή Κλεόλαο και τον Αλκαίο, ιδρυτή της λυδικής δυναστείας πού έδιωξε ο Κροίσος από το θρόνο των Σάρδεων.



Στην Ελλάδα άρχισε να διαδίδεται για τον Ηρακλή η φήμη ότι έβγαλε τη λεοντή και το στεφάνι λεύκας και φόρεσε στη θέση τους διαμαντένιο περιδέραιο, χρυσά βραχιόλια, γυναικείο κεφαλόδεσμο, πορφυρό μαντίλι και μαιονική ζωστήρα. Τα κουτσομπολιά έλεγαν ότι καθόταν με τέτοια αμφίεση, τριγυρισμένος από λάγνες Ιωνίδες και τραβολογούσε το μαλλί από το στιλβωμένο πανέρι ή έστριβε το νήμα , έτρεμε, όπως έλεγαν, όταν τον μάλωνε η κυρά του . Η Ομφάλη τον έδερνε κιόλας με τη χρυσή παντούφλα της αν τύχαινε να σπάσει με τα αδέξια δάχτυλά του το αδράχτι και για να διασκεδάζει τον έβαζε να της διηγείται τα κατορθώματα του κι εκείνος ούτε καν ντρεπόταν. Γι” αυτό εικονίζουν οι ζωγράφοι τον Ηρακλή ντυμένο με κίτρινο φουστάνι να τον χτενίζουν και να του περιποιούνται τα νύχια οι σκλάβες της Ομφάλης, ενώ η κυρά του φορώντας τη λεοντή καμαρώνει με το τόξο και το ρόπαλό του.

Από όλη αυτή την ιστορία η αλήθεια είναι η εξής: Ο Ηρακλής και η Ομφάλη μια φορά επισκέφθηκαν τούς αμπελώνες τού Τμώλου. Εκείνη φορούσε χρυσοκέντητο πορφυρό πέπλο, τα μαλλιά της ήταν μυρωμένα και ο Ηρακλής κρατούσε χρυσό σκιάδο ιπποτικά πάνω από το κεφάλι της. Μόλις τούς είδε ο Πάν από κάποιο ψηλό λόφο, ερωτεύθηκε αμέσως την Ομφάλη αποχαιρετώντας τη Βουνό-θεά της είπε:

- Από σήμερα μόνον εκείνη θα είναι η αγαπημένη μου!

Η Ομφάλη και ο Ηρακλής εν τω μεταξύ έφτασαν στην παράμερη σπηλιά όπου κατευθύνονταν και για αστείο άλλαξαν ρούχα. Εκείνη του φόρεσε μια διχτυωτή ζώνη, φοβερά στενή για τη μέση του και το πορφυρό της πέπλο. Μολονότι χαλάρωσε το πέπλο όσο γινόταν, σκίστηκε στα μπράτσα του Ηρακλή και τα λουριά των σανδαλιών της αποδείχτηκαν κοντά για να φτάσουν να δεθούν γύρω από τα πέλματα του.

Με το σούρουπο προσέφεραν θυσίες στον Διόνυσο, και αφού δείπνησαν ξάπλωσαν να κοιμηθούν σε ξεχωριστές κλίνες, επειδή ο θεός απαιτεί αυτοσυγκράτηση από τούς θιασώτες του σε τέτοιες περιπτώσεις. Κατά τα μεσάνυχτα ο Πάν μπήκε ακροποδητί στη σπηλιά ψαχουλεύοντας μέσα στο σκοτάδι να βρει την κλίνη όπου κοιμόταν, όπως πίστευε τουλάχιστον, τυλιγμένη σε μεταξένιο πέπλο η Ομφάλη. Σήκωσε τα σκεπάσματα με τρεμάμενα χέρια και τρύπωσε από κάτω . Ξύπνησε όμως ο Ηρακλής και με μια γερή κλοτσιά τον έστειλε στην άλλη άκρη της σπηλιάς. Ακούγον­τάς το δυνατό γδούπο και το ουρλιαχτό του η Ομφάλη πετάχτηκε πάνω και άρχισε να φωνάζει να ανάψουν φως. Όταν έφεραν φως εκείνη και ο Ηρακλής ξεκαρδίστηκαν μέχρι δακρύων στη θέα του μαζεμένου στη γωνιά Πάνα πού έγλειφε τις πληγές του. Έκτοτε ο Πάν αποστρέφεται την αμφίεση και προστάζει τούς Ιερείς του να παίρνουν μέρος γυμνοί στις τελετουργίες του , εκείνος διέδωσε από εκδίκηση το κουτσομπολιό ότι ο Ηρακλής άλλαζε τακτικά ρούχα με την Ομφάλη από διαστροφή και όχι βέβαια για αστείο...

πηγές:
hellasforce.com