Ο Υμηττός εμφανίζεται ως κέντρο λατρείας, αλλά και τόπος υγείας, λόγω της ύπαρξης πηγών. Στον Υμηττό υπήρχαν τρεις πηγές οι οποίες θεωρούνταν ιερές: H πηγή της Καλοπούλας (η «Κύλλου Πήρα» των αρχαίων), που πίστευαν ότι το νερό της είχε ευεργετικές ιδιότητες, ιδιαίτερα για τις άτεκνες γυναίκες, οι οποίες τεκνοποιούσαν όταν το έπιναν ή λούζονταν με αυτό. Έκανε δηλαδή τις γυναίκες «ευτόκους τας εξ αυτού πινούσας, τας δε αγόνους γονίμους». Η ονομασία Καλοπούλα (περιοχή κοντά στη Μονή της Καισαριανής) φαίνεται να είναι παραφθορά του αρχαίου «Κύλλου Πήρα» (πήρα σακούλι).
H πηγή του Κριού, πιθανά να πρόκειται για την αρχαία πηγή Καλλία, το νερό εξακολουθεί να τρέχει έως και σήμερα μέσα από ένα ρωμαϊκό κεφάλι κριού. H πηγή του Αγιάσματος, τεχνητή πηγή με θεραπευτικές ιδιότητες. Το νερό από τις δύο πρώτες πηγές κατέληγε στον Ηριδανό, το μυθικό ποταμό που οι αρχαίοι Έλληνες τοποθετούσαν στις «εσχατιές της γης». Όταν ο Φαέθωνας, γιός του θεού Ήλιου και της Κλυμένης, ο Δίας αναγκάστηκε να τον κεραυνοβολήσει και το άψυχο σώμα του έπεσε στον Ηριδανό.
H πηγή του Κριού, πιθανά να πρόκειται για την αρχαία πηγή Καλλία, το νερό εξακολουθεί να τρέχει έως και σήμερα μέσα από ένα ρωμαϊκό κεφάλι κριού. H πηγή του Αγιάσματος, τεχνητή πηγή με θεραπευτικές ιδιότητες. Το νερό από τις δύο πρώτες πηγές κατέληγε στον Ηριδανό, το μυθικό ποταμό που οι αρχαίοι Έλληνες τοποθετούσαν στις «εσχατιές της γης». Όταν ο Φαέθωνας, γιός του θεού Ήλιου και της Κλυμένης, ο Δίας αναγκάστηκε να τον κεραυνοβολήσει και το άψυχο σώμα του έπεσε στον Ηριδανό.
Οι κόρες του Ήλιου θρήνησαν στις όχθες του ποταμού τον θάνατο του αδελφού τους ώσπου μεταμορφώθηκαν σε λεύκες. Τα δάκρυά τους καθώς έσταζαν από τα δέντρα γίνονταν κεχριμπάρι. Οι θεοί τις λυπήθηκαν και μαζί με τον Φαέθωνα τις ανέβασαν στον ουρανό, όπου έγιναν αστερισμοί. Οι Νύμφες, ήταν γυναικείες θεότητες προσωποποιήσεις της φύσης οι οποίες λατρεύονταν από τα πανάρχαια χρόνια . Οποιαδήποτε σπηλιά, κάθε παράξενο κοίλωμα του βουνού όπου σταλάζει νερό, ή ακόμη και ένα δέντρο, φάνταζε στα μάτια του απλοϊκού ανθρώπου της υπαίθρου σαν κατοικία των θηλυκών αυτών δαιμόνων. Οι δρυάδες (από το δρυς), οι αμαδρυάδες, οι ναϊάδες, οι ορειάδες λάτρευαν τη μουσική και τον χορό. Όταν ακούγονταν τα τραγούδια των λυγερόκορμων κι ευκίνητων ξωτικών, όποιος πέρναγε από την περιοχή τον έπιανε αυτό που λέμε...πανικός και έχανε τα λογικά του. Στην κορυφή του λόφου Κήλλου Πήρα, όπου ο Ήφαιστος ατέχνως εκσπερμάτωσε στον μηρό της αειπαρθένου Αθηνάς, κοντά στο σημερινό παρατηρητήριο της Δασικής Υπηρεσίας. Στην μυθολογία αναφέρεται πως ενώ η Αθηνά έκανε το μπάνιο της στα νερά του Ιλισσού δέχθηκε την επίθεση του Ηφαίστου που την είχε ερωτευτεί. Για να τον αποφύγει ανηφόρισε προς τις πλαγιές του Υμηττού. Ο Ήφαιστος την ακολούθησε και η Αθηνά προκειμένου να τον αποκρούσει τον τραυμάτισε με το δόρυ της στο πόδι αφήνοντάς τον κουτσό (κυλλός-κουτσός). Το σπέρμα του όμως έπεσε στο πόδι της θεάς. Εκείνη το σκούπισε με ένα κομμάτι μαλλί, το μετέτρεψε σε σάκο (πήρα) και το πέταξε στη γη που γονιμοποιήθηκε κι έτσι γεννήθηκε ο Εριχθόνιος.
Ο Υμηττός υπήρξε μέρος με έντονη λαογραφία και αστικούς μύθους ακόμα και στα μετέπειτα ιστορικά χρόνια. Ας δούμε τους πιο γνωστούς.
Υπάρχει η παράδοση για τη Γυναίκα-Πουλί, ένα πλάσμα που περιγράφεται από τους ντόπιους σαν “βλοσυρό” και “εχθρικό με φανταχτερά φτερά”. Μια μαρτυρία που προέρχεται από το 1922 αναφέρει ότι το πλάσμα ήταν “κατάμαυρο”. Η Γυναίκα-Πουλί φαίνεται ότι συνεχίζει να εμφανίζεται ακόμα και σήμερα. Ο ιδιοκτήτης ενός αγροκτήματος της περιοχής κάποτε, είχε φέρει μηχανήματα εκσκαφής και εργάτες για να ισοπεδώσουν την πλαγιά του λοφίσκου που αποτελούσε μέρος του αγροκτήματος. Η δουλειά κρατούσε κάθε μέρα μέχρι το πέσιμο της νύχτας και ακολουθούσε ένα μικρό φαγοπότι με ούζα και μπύρες για τον ιδιοκτήτη και τους κουρασμένους εργάτες. Ένα βράδυ, πίσω από το λόφο ακούστηκε ένα τρομερό ουρλιαχτό που πάγωσε το αίμα όλων των παρευρισκόμενων. Ήταν όπως λέει ο κτηματίας, λες και έσφαζαν 1000 ανθρώπους μαζί. Άρπαξε την καραμπίνα του και ετοιμάστηκε να κινηθεί προς το μέρος της κραυγής, όταν πάνω από τα κεφάλια των συγκεντρωμένων πέταξε ένα πελώριο πλάσμα με ανοιχτά φτερά που σκέπασε την περιοχή με τη σκιά του και στη συνέχεια χάθηκε προς την κατεύθυνση του Υμηττού. Όλοι πρόλαβαν να δουν το γυναικείο πρόσωπο στο κεφάλι του τέρατος. Ο κτηματίας και οι εργάτες ισχυρίζονται πως ήταν πανάσχημο, όμως η Γυναίκα-Πουλί φαίνεται πως δεν έχει μια μονάχα όψη.
Ένας ιερομόναχος της περιοχής έχει δει το πλάσμα από κοντά, προσγειωμένο στο έδαφος, και μάλιστα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, προσπάθησε να το δελεάσει με ένα κομμάτι ψωμί για να τον πλησιάσει περισσότερο, χωρίς όμως επιτυχία αφού το πλάσμα πολύ γρήγορα πέταξε μακριά. Ο ιερομόναχος ισχυρίζεται πως το γυναικείο πρόσωπο ήταν πανέμορφο, αν και δεν φαινόταν να διαθέτει νοημοσύνη. Οι εμφανίσεις της Γυναίκας-Πουλιού έγιναν εντονότερες με την κατασκευή του αεροδρομίου στην περιοχή (αν και παραδόσεις για μια γυναίκα-πουλί υπάρχουν στην περιοχή της πεδιάδας των Σπάτων εδώ και πάρα πολλά χρόνια). Η ανακάλυψη ενός αρχαίου οικισμού στο χώρο του αεροδρομίου, καθώς και του αγάλματος μια σφίγγας (Γυναίκα-Πουλί), το οποίο μάλιστα εκτίθεται στο μουσείο του αεροδρομίου, δεν μπορούν παρά να μας οδηγούν σε συσχετισμούς καθώς οι σφίγγες θεωρούνται από τα πανάρχαια χρόνια φύλακες τάφων.
Άλλη παράδοση αναφέρει ότι στην κορυφή του Υμηττού υπάρχει ένα μικρό οροπέδιο στρογγυλό, σαν αλώνι, στο οποίο κάθε μεσημέρι χόρευαν οι νεράιδες. Οι βοσκοί απέφευγαν να πηγαίνουν εκεί, όμως όποιος κατάφερνε να κλέψει το πέπλο ή το μαντήλι μιας νεράιδας, αυτή αυτόματα γινόταν όργανό του. Λέγεται μάλιστα, πως ένας βοσκός ονόματι Βρεττός, από το Μενίδι κατάφερε να κλέψει το μαντήλι μίας νεράιδας.
Ένας άλλος θρύλος της περιοχής λέει ότι κατά τον δέκατο περίπου αιώνα στις πλαγιές του Υμηττού κατοικούσε ένα λιοντάρι, στη λεγόμενη σπηλιά του Λιονταριού. Το λιοντάρι αυτό, έρχονταν στον περίβολο του ναού του Αγίου Νικολάου, κατά τη διάρκεια των πανηγυριών, και έτρωγε τρεις νεαρές παρθένες. Οι κάτοικοι φοβήθηκαν και σταμάτησαν να διοργανώνουν πανηγύρια μέχρι που ένας κάτοικος της περιοχής είδε στον ύπνο του τον Άγιο Νικόλαο. Ο Άγιος, αφού ρώτησε και έμαθε για ποιο λόγο δεν γίνονται πια πανηγύρια στη χάρη του, είπε στον άνθρωπο αυτό: «Εσείς θα κάνετε το πανηγύρι και όταν έρθει το λιοντάρι, θα είμαι εγώ εκεί». Έτσι άρχισαν ξανά τα πανηγύρια και όταν την ώρα του χορού εμφανίστηκε το λιοντάρι και άνοιξε το στόμα του να αρπάξει την πρώτη κοπέλα, ο Άγιος το μαρμάρωσε. Αυτός είναι και ο λόγος που το άγαλμα του λιονταριού είναι με το στόμα ανοιχτό. Λέγεται, ακόμα, πως την ώρα που το μαρμάρωσε ο Άγιος, το λιοντάρι κοίταζε τα παιδιά του, που επίσης μαρμαρώθηκαν και βρίσκονται στον Υμηττό.
Στην πραγματικότητα όμως, το μαρμάρινο λιοντάρι είναι πολύ παλιότερο, περίπου 2500 ετών. Το 541 π.Χ. (ή το 539 σύμφωνα με άλλες πηγές) στην περιοχή διεξήχθη η "επί Παλληνίδι μάχη" (σύμφωνα με τον ιστορικό Ηρόδοτο). Ο τύραννος Πεισίστρατος νίκησε τους Αθηναίους αντιπάλους του και εγκατέστησε την τυραννία στην Αθήνα. Το μαρμάρινο λιοντάρι είχε τοποθετηθεί σαν επιτάφιος λέων πάνω στον τάφο των νεκρών Αθηναίων της μάχης αυτής. Παλαιότερα πιστεύονταν ότι στο χώρο αυτό βρίσκονταν και ο ναός της Παλλήνιδος Αθηνάς, αλλά το 1994 βρέθηκαν τα ερείπειά του κατά την εκσκαφή ενός οικοπέδου στο Γέρακα, κοντά στην οδό Κλεισθένους.
Άλλη μια ιστορία μιλά για το ρέμα του Καρέα, πως έβγαινε ένας βρικόλακας και σφύριζε και μαζεύονταν τα πρόβατα κουβάρι. Κανείς δεν μπορούσε να τον δει και μόνο τα πρόβατα βρίσκανε στριμωγμένα σε μια αγκωνή κουβάρι και ακούγανε σφύριγμα. Ύστερα από κάμποσο καιρό ο Γιώργης ο Τζανέττος, που ήταν ελαφροίσκιωτος μπόρεσε να δει το βρικόλακα. Ήταν ένα πράγμα σαν τουλούμι, που στεκόταν ορθό και σφύριζε. Δεν χάνει καιρό αρπάζει με το δεξί το χέρι ένα κοτρόνι και του το πετάει. Και από τότε δεν ξαναφάνηκε ο βρικόλακας.
Μια ακόμα αναφορά για βρυκόλακα στον Υμηττό διαβάζουμε στο βιβλίο του Ιωάννη Γιαννόπουλου ''Μυστική Αθήνα και Αττική''.
''Στο μικρό οικισμό, στην ανατολική πλευρά του Υμηττού, οι κάτοικοι είχαν χωθεί από νωρίς στα σπίτια τους, προσπαθώντας να αποφύγουν το κρύο που είχε έρθει πολύ απότομα εκείνο το χρόνο. Από νωρίς το απόγευμα η μέρα είχε τυλιχτεί στα σκοτάδια και στην κορυφή του βουνού ο ουρανός σκιζόταν από τους κεραυνούς. Καιρό είχαν να δουν τέτοιο καιρό έλεγαν οι πιο παλαιοί, και όπως έδειχνε θα γινόταν χειρότερος. Στο μοναδικό “χάνι” του χωρίου που εκτός από ένα είδος σταθμού των ταξιδιωτών και των ζώων τους ήταν και σημείο συγκεντρώσεως των κατοίκων κάθε απόγευμα συζητούσαν τα γεγονότα της ημέρας που βέβαια γι’ αυτούς ήταν οι γεωργικές δουλειές και τα διάφορα προβλήματα, τα οποία αν ήταν πολύ δύσκολα τα έλυναν με την βοήθεια του ιερέα. Μια ζωή ήρεμη, που τίποτε σχεδόν δεν ήταν διαφορετικό απ’ αυτό της προηγουμένης ημέρας. Έτσι και σήμερα μια ημέρα του 1768 έπιναν το καθιερωμένο τσίπουρο μέχρι που δεν είχαν τίποτε άλλο να πουν ή να πιουν και αποφάσισαν αψηφώντας τον απαίσιο καιρό ν’ αρχίσουν ένας ένας να φεύγουν. Η όποια ταλαιπωρία βρήκαν στο δρόμο μέσα στην βροχή και στο κρύο, εξαφανίστηκε τελείως με το που κάθε ένας απ’ αυτούς έφτασε στο σπίτι και κλείνοντας την πόρτα πίσω του αντίκρισε και ένοιωσε την γλυκιά θαλπωρή τής φωτιάς στο τζάκι και την ενθαρρυντική μυρωδιά του τραχανά που έβραζε στη φωτιά. Ο Βασίλης είχε δυο παιδιά που κοιμόντουσαν προ πολλού. Η γυναίκα του και η μητέρα της τον υποδέχθηκαν με ανακούφιση και τον καλωσόρισαν. Έφαγαν όλοι σιωπηλοί με την συντροφιά του αέρα που σφύριζε και ακουγόταν να δυναμώνει, ο κάθε ένας στις σκέψεις του, κοιτάζοντας τη φωτιά που λες και τους είχε μαγνητίσει. Δεν ήταν ούτε μια εβδομάδα που ο αδερφός του Βασίλη είχε πεθάνει. Άνθρωπος ανήσυχος και άκαρδος, δεν είχε πολλές συμπάθειες στο χωριό αλλά και ο ίδιος δεν αγαπούσε κανένα. Έκανε δουλειές του ποδαριού πότε στο ένα χωριό πότε στο άλλο, ένα ψευτοεμπόριο δηλαδή, ίσα-ίσα να βγάζει μερικά λεφτά για να ζει.
Λέγανε ότι είχε πάει πολύ μακριά, μέχρι την Βοιωτία και τη Φθιώτιδα, αλλά πάντοτε γύριζε στο χωριό και έμενε στου αδελφού του το σπίτι, εκτός από τούτη την φορά. Δεν είχε προλάβει δηλαδή, γιατί το επόμενο πρωί τον είχαν βρει εκεί στο σταυροδρόμι λίγο πιο έξω από το χωριό πεθαμένο. Φαινόταν ότι έπεσε και κτύπησε το κεφάλι του και έμεινε στον τόπο. Υπήρχαν μερικές υποψίες ότι ίσως κάποιος “τον βοήθησε” να αποδημήσει, αλλά παρέμειναν υποψίες. Τον έθαψαν στο μικρό κοιμητήριο και αυτό ήταν. Κανένας δεν επρόκειτο να τον θυμάται πια, εκτός από τον αδερφό του που τον σκεφτόταν όπως αυτήν την ώρα που κοίταζε τις φλόγες… Λίγο αργότερα, είπαν μερικά πράγματα για τις αυριανές δουλειές καιρού επιτρέποντος και πήγαν όλοι για ύπνο. Το χαμηλό σπιτάκι, περίπου στο κέντρο του χωριού το ίδιο για έξι γενιές κρατούσε καλά τον καιρό όλα αυτά τα χρόνια όπως και τούτη την νύχτα, ενώ το τζάκι σκόρπιζε την ζεστασιά στο εσωτερικό. Οι φλόγες σιγά σιγά είχαν χαμηλώσει και τα ξύλα έτριζαν και αγωνιούσαν λες και δεν ήθελαν να πεθάνουν, αλλά κανείς δεν τους έδινε σημασία. α ‘ταν η ώρα λίγο μετά τις 12:00 όταν ακούστηκαν κάποια βήματα έξω από το σπιτάκι. Αργά και σταθερά, σαν να αψηφούσαν το κρύο και τη βροχή, έφτασαν στην πόρτα. Περισσότερο από ένστικτο παρά από τον θόρυβο των βημάτων, ο Βασίλης και η γυναίκα του ξύπνησαν και ανακάθισαν στο κρεβάτι. Εκείνη ήταν η στιγμή που ακούστηκαν κτυπήματα στην πόρτα και μετά ακούστηκε κάποιος να φωνάζει το όνομα του Βασίλη. Το ζευγάρι κοιτάχτηκε με έκπληξη και απορία. Ποιος να ‘ταν τέτοια ώρα; Από το χωριό αποκλείεται να ήταν κανείς, γιατί ό,τι κι αν ήθελε σίγουρα θα μπορούσε να το αφήσει για το επόμενο πρωί, εκτός βέβαια αν ήταν κάτι για θάνατο. Τότε όμως σίγουρα δεν ήταν ο Βασίλης αυτός που θα μπορούσε να βοηθήσει! Πάλι να ήταν κάποιος ξένος που θα ήθελε καταφύγιο, δεν θα έφτανε στην μέση του χωριού και μετά θα κτυπούσε σε κάποιο σπίτι. Παρ’ όλες τις ενστικτώδεις αυτές σκέψεις, ο Βασίλης ετοιμάστηκε να ρωτήσει “ποιος είναι” όταν το χέρι της γυναίκας του που τον άδραξε απότομα, τον σταμάτησε. Γύρισε και την κοίταξε. «Μην απαντήσεις σε παρακαλώ», τον ικέτεψε.
Ο Βασίλης έμεινε σιωπηλός σαν κάτι να σκέφτηκε μέχρις ότου τα βήματα άρχισαν να απομακρύνονται και τέλος χάθηκαν. Ο Βασίλης και η γυναίκα του έμειναν ξάγρυπνοι μέχρι το πρωί. Τόσο ανησύχησαν από το νυχτερινό γεγονός, που δεν μπόρεσαν να κλείσουν μάτι. Το πρωί το χωριό ήταν αναστατωμένο. Όλοι έλεγαν πως την νύχτα κάποιος κτυπούσε την πόρτα τους και φώναζε το όνομα του ιδιοκτήτη. Κανείς όμως δεν είχε απαντήσει. Βρήκαν ωστόσο περίεργα πράγματα όσο προχωρούσε η ημέρα. Οι ζωοτροφές στους στάβλους είχαν σκορπιστεί έξω, τα καντήλια από τα εικονοστάσια είχαν χυθεί, ενώ όλα τα ζώα του χωρίου ήταν ανήσυχα, νευρικά και περίεργα. Όλοι συζητούσαν για τα φαινόμενα της χθεσινής νύχτας στο χάνι το κέντρο της ζωής του χωρίου όταν έφτασαν τα νέα. Στο διπλανό χωριό, πέντε έξι χιλιόμετρα πιο πέρα είχαν διαδραματιστεί τα ίδια φαινόμενα, και ακόμη χειρότερα. Είχαν βρεθεί πολλά ζώα πεθαμένα με τις κοιλιές ανοικτές που έλειπαν τα εντόσθια και η καρδιά, τα καντήλια της εκκλησίας είχαν πεταχτεί κάτω και ένα ζευγάρι που έμενε έξω απ’ το χωριό είχε εξαφανιστεί, ενώ το δωμάτιο τους ήταν γεμάτο αίματα. Οι κάτοικοι του χωρίου όταν έμαθαν τα νέα, άρχισαν να σκέφτονται σοβαρά τι μέτρα θα έπρεπε να λάβουν ώστε να σταματήσει το κακό. Δεν υπήρχε αμφιβολία μάλιστα συμφωνούσε και ο παπάς ότι επρόκειτο για ένα βρικόλακα ο οποίος είχε βαλθεί να καταστρέψει τα πάντα στην περιοχή. Πρώτα έπρεπε να επιθεωρήσουν τα σπίτια τους. Κάθε τρύπα ή χάλασμα στον τοίχο, στις πόρτες ή στην στέγη έπρεπε να επιδιορθωθεί και να κλειστεί ερμητικά όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατόν. Το ίδιοι και οι στάβλοι και όλα τα μέρη που υπήρχαν ζώα. Ευτυχώς η ημέρα που είχε ξημερώσει δεν ήταν σαν την χθεσινή. Ο ουρανός ήταν καθαρός, είχε βέβαια πολύ κρύο αλλά ο ήλιος έλαμπε και στέγνωνε τα πάντα. Άρχισαν οι επισκευές γρήγορα. Οι χωρικοί σαν μέλισσες σε μελίσσι δούλεψαν μέχρι αργά το απόγευμα. Αυτοί που χρειάστηκαν να κάνουν λίγες επισκευές στα σπίτια τους, έτρεξαν να βοηθήσουν τους άλλους που έπρεπε να κάνουν περισσότερες. Πάλι ετόνισαν συζητώντας μεταξύ τους ότι αν και αυτό το βράδυ επαναλαμβάνονταν τα ίδια φαινόμενα, αν ο νυχτερινός επισκέπτης τους κτυπούσε την πόρτα και τους φώναζε με το όνομα τους, κανείς δεν θα ‘πρεπε να απαντήσει. Γιατί ο Βρικόλακας φωνάζει το όνομα του αφέντη του σπιτιού μια μόνο φορά. Αν αυτός του απαντήσει, χάθηκε. Αν μείνει σιωπηλός, τότε ο βρικόλακας φεύγει για να “επισκεφτεί” άλλα σπίτια. Αν κανείς δεν του απαντήσει απ’ όλο το χωριό, τότε γίνεται έξαλλος. Προσπαθεί να βρει μια τρύπα στον τοίχο ή στην στέγη ή στην πόρτα για να τρυπώσει μέσα σαν αερικό και να σκοτώσει. Όσο περνούν οι ημέρες γίνεται πιο άγριος και πιο αιμοδιψής. Την πληρώνουν τα ζώα που είναι απροστάτευτα ή την νύχτα οι ταξιδιώτες που δεν έχουν προλάβει να μπουν κάπου και να προφυλαχθούν. Ακόμη και οι εκκλησίες πρέπει να κλειδωθούν και να ασφαλιστούν. Η οργή του ξεσπάει ακόμη και εκεί. Όλες οι παλιές ιστορίες που τους έλεγαν οι γιαγιάδες και οι παππούδες ξαναερχόντουσαν στο νου όλων. Κάποιος από το διπλανό χωριό, χθες το βράδυ, όταν άκουσε το βρικόλακα να απομακρύνεται από την πόρτα του, που δεν του απήντησε κανείς, είχε το θάρρος να πάει να δει από το παράθυρο. Είχε δει ένα πλάσμα που περπατούσε δύσκολα αλλά σταθερά να απομακρύνεται. Ο κορμός του ήταν πρησμένος όπως και τα χέρια του, το δέρμα του φάνταζε πιο μαύρο κι απ’ την νύχτα και κάποια στιγμή που κοντοστάθηκε σαν να ήταν αναποφάσιστος προς τα πού να πάει, ο άνθρωπος είδε το πρόσωπο του. Μαύρο μ’ ένα στόμα ορθάνοιχτο, τόσο τρομερό που ο φίλος μας τραβήχτηκε γρήγορα μέσα σταυροκοπούμενος.
Οι ιστορίες έλεγαν πως ο βρικόλακας είναι σαν τύμπανο, επειδή το νεκρό σώμα είναι φουσκωμένο και το δέρμα του έχει τεντωθεί και τον έλεγαν τυμπανιαίο ή σαρκωμένο επειδή το νεκρό σώμα είχε αποκτήσει σάρκα είχε δηλαδή φουσκώσει και είχε γίνει πλαδαρό. Άλλοι πάλι τον έλεγαν ανακαθούμενο, δηλαδή καθόταν όρθιος στον τάφο του και άλλοι πάλι οι περισσότεροι τον ονόμαζαν καταχανά διότι το στόμα του ήταν πάντα ορθάνοιχτο, έχασκε. Μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά περιπλανιόταν στο χωριό ή στα χωράφια τρομοκρατώντας όσους άτυχους βρεθούν στο δρόμο του. Μερικές φορές, αφού κατορθώσει να μπει στα σπίτια, σπέρνει τον πανικό και δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν μπορούν να αρθρώσουν λέξη για καιρό. Όσοι όμως δέχονται την επίθεση του έχουν πραγματικά κατακρεουργηθεί. Έτσι λοιπόν συζητώντας μεταξύ τους όλη την ημέρα, οι χωρικοί πάγωσαν από τον φόβο τους σκεφτόμενοι ότι οι χθεσινές σκηνές μπορούσαν να επαναληφθούν και αυτό το βράδυ. Λίγο πριν χωρίσουν πηγαίνοντας στα σπίτια τους, ο παπάς τους είπε ότι μερικές φορές ο βρικόλακας κάνει μόνο μια εμφάνιση και ακολούθως εξαφανίζεται. Στην περίπτωση που και απόψε έκανε την εμφάνιση του, τότε σε συνεννόηση με το άλλο χωριό θα έπαιρναν πιο σοβαρά μέτρα που θα συζητούσαν αύριο. Η νύχτα έφτασε γρήγορα. Ο ήλιος σκαρφάλωσε την ανατολική πλευρά και γρήγορα χάθηκε από την άλλη πλευρά τη δυτική του Υμηττού, αφήνοντας το χωριό στο κάποιο φως του δειλινού. Εκείνη την ώρα κανείς πλέον δεν βρισκόταν έξω. Το τζάκι άναψε, το ίδιο και οι λάμπες. Αυτό το βράδυ είχαν ανάγκη περισσότερο το φως. Τα λαδολύχναρα γέμισαν με λάδι για να κρατήσουν όλη την νύχτα, ενώ το τζάκι συνεχώς τροφοδοτιόταν με ξύλα. Τα παιδιά πήγαν να κοιμηθούν στο ασφαλέστερο σημείο του σπιτιού, ενώ ο κάθε ιδιοκτήτης έφερε κοντά στο κρεβάτι του το όπλο του. Άλλος ένα τσεκούρι, άλλος ένα σπαθί ή ένα μαχαίρι. Άλλοι πάλι αποφάσισαν να κοιμηθούν δίπλα στα εικονίσματα και άλλοι δίπλα στο τζάκι για να το τροφοδοτούν και να βλέπουν καλύτερα.
Ο παπάς τους είχε δώσει από νωρίς αγιασμό, να βρέξουν τις πόρτες και τα παράθυρα, ενώ όσα οικήματα ή στάβλοι είχαν ζώα κι αυτά ήταν διπλοκλειδωμένα. Η ησυχία ήταν απόλυτη, το μικρό χωριό ήταν σαν να μην υπήρχε Μετά τις 12, όταν όλοι άρχιζαν να ελπίζουν ότι ο Βρικόλακας είχε χαθεί πλέον, τουλάχιστον από την περιοχή τους, δυνατά κτυπήματα συγκλόνισαν την πόρτα του Βασίλη ενώ το πλάσμα μούγκριζε και φώναξε το όνομα του. Καμιά απόκριση από το σπιτάκι δεν υπήρξε. Πολλές πέτρες άρχισαν να πέφτουν παντού και λίγο αργότερα τα βήματα ακούστηκαν πάνω στην στέγη! Η καμινάδα ήταν το μόνο τρωτό σημείο μια που ήταν ανοιχτή, αλλά ήταν τόσο ζεστή που ο βρικόλακας ούτε που την πλησίασε. Ούρλιαζε από το κακό του, πετούσε τα κεραμίδια μέχρι που βαρέθηκε και άρχισε να κτυπά τα άλλα σπίτια και να τραντάζει τα παράθυρα. Μετά έπαψε να ακούγεται. Τίποτε δεν έδωσε ποτέ τόση χαρά και ανακούφιση στους κατοίκους όσο το πρώτο φως της μέρας. Όλοι ήταν στο πόδι, κανένας όμως δεν βγήκε έξω μέχρι την πρώτη αχτίδα του ηλίου. Περίπου την ίδια στιγμή ακούστηκε η καμπάνα της εκκλησίας που καλούσε τους ανθρώπους έξω για να μετρήσουν τις καταστροφές και τις τυχούσες απώλειες της νύχτας.
Ο καθένας που ερχόταν έλεγε την δική του ιστορία για τα χθεσινοβραδινά. Τελικά κάποια ζώα βρέθηκαν με ανοιγμένες τις κοιλιές, καταστροφές έγιναν στα σπίτια, στα παράθυρα και στις στέγες, αλλά τίποτε άλλο συνταρακτικό, τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που τα νέα ήρθαν από το άλλο χωριό! Εκεί δυστυχώς, εκτός από τις καταστροφές στα σπίτια και τις απώλειες ορισμένων ζώων, υπήρχε ανθρώπινο θύμα. Ο άτυχος νεκρός ήταν ο ίδιος ο παπάς! Ποιος ξέρει πώς κατόρθωσε να μπει μέσα στο σπιτάκι του ο βρικόλακας. Ο μισός λαιμός του φτωχικού ιερέα έλειπε και το πρόσωπο του έδειχνε τρομερή αγωνία, τρόμο και πόνο. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν άνω κάτω όλα σχισμένα και σπασμένα, ρούχα, κουβέρτες, πιάτα, καρέκλες τα πάντα. Ιχνη αίματος παντού και οι τροφές, το νερό, το ψωμί, μαγαρισμένα και πεταμένα καταγής. Έτσι ήταν τα πράγματα εκείνο το πρωί Όλοι καταλάβαιναν ότι κάτι έπρεπε να κάνουν εκτός από το να περιμένουν πάλι τη νύχτα προσπαθώντας να αμυνθούν. Έτσι όταν ο Παπάς τους κάλεσε στο χάνι, πήγαν όλοι οι άντρες. Εκεί ο ιερέας τους εξήγησε ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο, παρά όσο διαρκούσε η ημέρα να ψάξουν να βρουν το βρικόλακα και να κάνουν ό,τι έπρεπε. Θα ‘πρεπε ν’ αρχίσουν από το νεκροταφείο του δικού τους χωριού. Θα άνοιγαν τους τάφους αυτών που είχαν πεθάνει τελευταία για να διαπιστώσουν αν τα σώματα ήταν όπως τα είχαν θάψει ή είχε αρχίσει πλέον η αποσύνθεση. Αυτό το πτώμα που θα είχε τα γνωρίσματα των βρικολάκων πρησμένο σώμα, ορθάνοιχτο στόμα, τεντωμένα χέρια και που δεν είχε ίχνη σήψης, αυτός θα ήταν και ο βρικόλακας. Βέβαια κανείς δεν ήθελε να πάρει μέρος, άλλοι από φόβο και αηδία και άλλοι από φυσική δειλία και αδυναμία. Τελικά μαζί με τον ιερέα που ήταν οπωσδήποτε απαραίτητος για να πει τα λόγια τα χρειαζούμενα γι’ αυτές τις περιστάσεις, άλλοι έξι χωριανοί το πήραν απόφαση και ετοιμάστηκαν. Αυτός που θα ‘πρεπε να παίξει τον κύριο ρόλο σ’ αυτή τη μακάβρια ιεροτελεστία έπρεπε να ήταν σαββατογεννημένος, αλλιώς τα πάντα θα έληγαν σε αποτυχία έτσι είπαν οι πιο παλιοί. Ετοίμασαν δύο κουβάδες με ξύδι, πύρωσαν ένα αιχμηρό σίδερο στην φωτιά και μετά το έφτιαξαν σαν ακόντιο τοποθετώντας το στην άκρη ενός ξύλου, πήραν δύο κασμάδες, ένα φτυάρι και ένα τσεκούρι και ο σιδεράς τους έφτιαξε τέσσερα μεγάλα καρφιά, περίπου 25 εκατοστά το κάθε ένα. Αφού πήραν και μια κάπα που φορούσαν οι τσοπάνηδες ξεκίνησαν για το κοιμητήριο που ήταν σε ένα λόφο μετά την έξοδο του χωριού.
Η συνοδεία όπως προχωρούσε σιωπηλά με τον παπά να κρατεί τον σταυρό εμπρός και τους άλλους να έχουν τα απαραίτητα εφόδια που προαναφέραμε, έμοιαζε το ίδιο απόκοσμη με την πράξη που ήταν αναγκαία να γίνει και μάλιστα όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατόν. Έφτασαν γύρω στις τέσσερεις το απόγευμα κοντά στον τάφο του αδερφού τού Βασίλη, που ήταν και ο πιο πρόσφατα πεθαμένος. Ήταν λογικό να αρχίσουν το ψάξιμο απ’ αυτόν. Άναψαν μια φωτιά εκεί δίπλα και έβαλαν τους κουβάδες με το ξύδι να βράζει, ενώ δύο άλλοι με τους κασμάδες και ένας τρίτος με το φτυάρι άνοιγαν τον λάκκο. Ακολούθως, ο σαββατογεννημένος έπλυνε το πρόσωπο και τα χέρια του με το υπόλοιπο ξύδι. Μετά πήρε την κάπα και την έστησε ο’ ένα δένδρο απέναντι από τον τάφο, να φαίνεται σαν άνθρωπος. Σε λίγο οι σκαφτιάδες είχαν βγάλει το χώμα και άρχισε να φαίνεται το ξύλινο φέρετρο. ‘Οταν φάνηκε τελείως, το ξέχωσαν και ο σαββατογεννημένος άρχιζε να βγάζει με το τσεκούρι τα καρφιά που ήταν πρόχειρα κλεισμένο το καπάκι. Επικρατούσε σιγή απόλυτη. Όλοι ήταν μισοτρομαγμένοι, ο παπάς έψελνε και ο σαββατογεννημένος συνέχιζε την προσπάθεια του ανοίγματος. Ξαφνικά ακούστηκαν μουγκρίσματα και ουρλιαχτά! Ο βρικόλακας μέσα στην κάσα βογκούσε και απειλούσε με ακατονόμαστες βρισιές. Όλοι πάγωσαν. Η φωνή του παπά “έσπασε” για λίγο, αλλά άρχισε πάλι. Ο σαββατογεννημένος κοίταξε τους υπόλοιπους. Αυτοί παρ’ όλο τον τρόμο, του έγνεψαν ότι ήταν έτοιμοι κι αποφασισμένοι. Με μία τελευταία προσπάθεια σήκωσε το σκέπασμα και το πέταξε δίπλα. Ο Βρικόλακας ήταν πρησμένος στο σώμα και τα χέρια του ήταν τεντωμένα. Το δέρμα του είχε χρώμα μαύρο και μπλε και ήταν τεντωμένο σαν τύμπανο. Τα μάτια του κόκκινα και ανοιχτά και το στόμα του ορθάνοιχτο.
Μια απαίσια μυρωδιά αναδυόταν. Ήδη έκανε προσπάθεια να σηκωθεί, βγάζοντας κόκκινους αφρούς από το τρομερό του στόμα. Ένας από τους χωριανούς σήκωσε το “ακόντιο” και με πρωτόγονη δύναμη και φόβο το κατέβασε μπήγοντας το στο κέντρο του στήθους. Δεν το τράβηξε, το κράτησε εκεί καθηλώνοντας ταυτόχρονα το βρικόλακα καρφωμένο κάτω, εμποδίζοντας τον να σηκωθεί. Ο σαββατογεννημένος ετοίμασε το μαχαίρι του. Εκείνη την στιγμή ο βρικόλακας ρώτησε ποιος τον είχε προδώσει. Οι χωριανοί με μια κίνηση του έδειξαν την κάπα που έμοιαζε με άνθρωπο που έσκυβε πάνω στον τάφο. Δεν είχαν τελειώσει την κίνηση τους και η κάπα καιγόταν σαν χαρτί. Το μαχαίρι του σαββατογεννημένου τρύπησε την αριστερή πλευρά του στήθους, το άνοιξε και με γρήγορες κινήσεις βρήκε την ανέπαφη καρδιά ενώ ο βρικόλακας ούρλιαζε και την έκοψε. Γρήγορα την πήρε και την πέταξε στον ένα κουβά που έβραζε το ξύδι, μετά πήρε το ένα καρφί και με την ανάποδη του τσεκουριού άρχισε να το καρφώνει στο λαιμό του πλάσματος. Ακολούθως τα άλλα καρφιά τα κάρφωσε ένα ένα στην λεκάνη και στους αστραγάλους των ποδιών του βρικόλακα. Πήρε τον άλλο κουβά με το βραστό ξύδι και περιέλουσε όλο το πτώμα.
Πέταξε μετά το ξύδι με την καρδιά μέσα και γρήγορα γρήγορα οι υπόλοιποι έκλεισαν, κάρφωσαν το σκέπασμα στο φέρετρο και το ξανάχωσαν μέσα στη γη. Το τσεκούρι και το μαχαίρι τα πέταξαν μέσα στη φωτιά. Ο Σαββατογεννημένος πλύθηκε πάλι προσεκτικά με το ξύδι που είχε περισσέψει, στο πρόσωπο και στα χέρια και αφού ο ιερέας ζήτησε συγχώρεση για όλους, έφυγαν το ίδιο σιωπηλοί όπως ήρθαν. Φαίνεται ότι η ιεροτελεστία ήταν αποτελεσματική, γιατί από τότε ο βρικόλακας δεν ξαναφάνηκε και τα δυο χωριά βρήκαν την προηγουμένη γαλήνη τους.''
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:
πηγές:
Ιωάννης Γιαννόπουλος,Μυστική Αθήνα και Αττική, εκδ,Έσοπτρον
http://www.periodiko.net/